Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

'' ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ '' ΝΑΖΙΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Α

Αγλαΐζω –αγλαΐζομε –αγλαήσκα: Καλλωπίζω – καλλωπίζομαι -καλλωπίστηκα.

Σχόλιο στα θρακ: Σήμιρα ούλα (όλα)τα κουρίτσια (κορίτσια) αγλαήσκαν κι πουλί(πολύ) έμορφα ίγκαν (έγιναν).

Αγροικώ - αγροικάω: Τα καταφέρνω σε πολλά πράγματα – δουλειές.
Σχόλιο στα θρακ: Τούτους (αυτός) ούλα (όλα) τα αγροικάει κι σπέρε (σπέρνει) κι καλιβώνει (πεταλώνει),μα κι τσαρούχια φκιάνει (φτιάχνει).


Αγλήορα: Γρήγορα.
Σχόλια στα θρακ: Αγλήορα - αγλήορα μάστι (μαζέψτε) του στιάρι (σιτάρι) απ’ τ’ αλώνι γιατί αρχίνιψι (άρχισε) να τσιακτάει (αστράφτει),έριτι (έρχεται) μπαμπάτσκι (μεγάλι) βρουχή (βροχή)





Αγρόγρουνο: Άγριο γουρούνι






Αγράδα: Αγριάδα (ζιζάνιο)






Αγγειό-αγγειά: Συνήθως όλα τα σκεύη της κουζίνας καθώς και τα πήλινα δοχεία






Σχόλιο στα θρακ: “Ελατι –έλατι (ελάτε) να αγανόστι(νικιλώσετε) τα τεντζερέδια σας (κατσαρόλες) ήρθι ου αγανώτης (συνήθως ήταν γύφτος).






Αερογάμ’ς: Κατά φαντασία ο μεγάλος εραστής.






Αθρακιά: θρακιά κάρβουνα αναμμένα.






Αβανάκ’ς - αβάνακω – αβανάτκο: Άμυαλος –η-ο βλάκας –βλαμμένη χαζός-ή-ό.






Σχόλιο στα θρακ: Tήρα-τήρα(κοίταξε) του πιδί μας (παιδί) σαν αβανάτκο φαίνιτι δεν απκάζει (καταλαβαίνει) κι πουλλά (πολλά) πράματα (πράγματα).






Αστοχάω - αστόχσα: Ξεχνάω-ξέχασα.






Σχόλιο στα θρακ: Ωχ ωχ τόσα που ήξερνα (ήξερα) ούλα (όλα) πια τα αστόχσα τίπουτα (τίποτα) δεν θ’μάμαι (θυμάμαι).






Απτάλ’ς-απτάλω : Τσαπατσούλα αγροίκος.






Αψχάω: Λυπάμαι-πονάει η ψυχή.






Σχόλιο στα θρακ: Τα καημένα τα πιδούδια μου (παιδάκια) ουρφανούτσκα (ορφανά) είναι, κατά , (συνήθως) τα αψχάω.


Αστρέχα-αστριχιά: Προέκταση στέγης.






Ασκαμνιά: Μουριά.






Αγριντιά : Κεντρικά-παράλληλα δοκάρια στέγης .






Σχόλιο στα θρακ: θρακιώτικο τραγούδι <<Πούναι Στέργιος, πούναι Στέργιος,Στέργιος απάν στνιάν (στην) αγριαντιά.






Αχνιάρς: Κιτρινιάρης- άρρωστος


Σχόλιο στα θρακ: Δε θα ένι (γίνει) καλά δε τουν (τον) βλέπ’ς σκώνιτι (σηκώνετε)-κοιμάται ούλου (όλο) αχνιάρ’ς είναι






Aλμπαν’ς: Πεταλωτής (τοποθετεί πέταλα στα ζώα).






Αβραμηλιά: Κορομηλιά (δένδρο)






Αυγατίζω: Αυτός που αυξάνει την περιουσία του και τα κέρδη του






Σχόλιο στα θρακ: Εφκα (έφυγα) και πήγα στ Γιαρμανία κι λιφτά απόχτσα (απόκτησα) κι τα χουράφια’μ αυγάτσα, μα κι σπίτι έκαμα






Αχταρμάς: Μίγμα πραγμάτων-ανακάτωμα.






Αχτι: θυμός-οργή






Ασκάνιαστος: Αυτός που δεν ζηλεύει






Ανάρια: Αραιά






Σχόλιο στα θρακ: Τα καλαμπούκια (καλαμπόκια) φύτρωσαν ανάρια κι δε φτάνει τούτου ,ήρθαν κι τα σκαρκάλια (έντομα) τα ανάργιψαν πιότερο (περισσοτερο)






Ανημπόρια: Αρρώστια-αδυναμία






Αντέτι : Έθιμο






Σχόλιο στα θρακ: Αυτό τ’ αυτέντι ιμείς δε τ’ αφήνουμι κάθι (κάθε) Χριστούγεννα του μπουμπάρι (φαγητό) του τρώμι






Αξάς: Αξάδερφος






Αμάζωχτος: ασυμμάζευτος






Aλυχτώ: Γαβγίζω






Σχόλιο στα θρακ: Είχι πουλί χιόνι μαζί κι σαβουρκούμ (ανεμοσούρι) αρχίνσαν (άρχισαν) να ακούγουντι λύκοι από μακριά τα σκλιά (σκυλιά) κι κείνα (εκείνα) άρχινσαν να αλυχτάν.






Αλωνάρ’ς : Υπεύθυνος του αλωνιού αλλά έτσι λέγεται και ο μήνας Ιούλιος.






Άκστι - άκστι : Ακούστε-ακούστε














Σχόλιο στα θρακ: Άκστι-άκστι να σας πω ένα μαντάτο τουν Πανα¨ιώτη τ’ς Γιαννούλας τουν παρλάτσαν (τραυμάτισαν) τα σκλιά


(σκυλιά) τουν καημένο μέχρι κι τα παπούτσια ξέσκσαν (έσκισαν).






Αλαγκίτα : Κρέπα






Αϊκς : Ζωηρός - Ενεργετικός άνθρωπος






Αρβίθια : Ρεβίθια






Αλαφιάσκα - αλαφιασμένος: Τρομάζω ξαφνιάστηκα -ξαφνιασμένος.






Σχόλιο στα θρακ: Ιψές το βράδ’ ίδια(είδα) ένα όνειρου ότι μι έπνιγαν και αλαφιάσκα πουλί τόσο που δεν ξανακοιμήθκα.






Αρπατζίκι : Κοκκάρι κρεμμυδιού που χρησιμοποιείτε για φύτευση






Αποβύζι : Χαλασμένος μαστός αγελάδας ή αλλου ζώου






Αχαμνός - Κακός-δύσκολος


Σχόλιο στα θρακ: Που να συνοειθείς (συνενοηθής) μι τούτουν τον αχαμνό άλλα τουν λες κι ‘αλλα σι λέει κείνος (εκείνος) απ’ το μυαλο τ’ δε βγαίνει.






Απραχάς : Πρόστυχος.






Ασμάκι : Βαλτώδη περιοχή που αναβλύζει νερό (αγαπημένο μέρος των βουβαλιών).






Αντάϊς - αντασίνα : Συνομήλικος-συνομήλικη.






Ανασκιρνάω: Καθαρίζω - συμμαζεύω.






Σχόλιο στα θρακ: Τώρα που έριτι (έρχεται) του Πάσχα θέλ’ να ανασκιρίσω του σπίτι θα έχω φλιά (επίσκεψη).






Αγ’ρτσα: Διάστρεμμα ποδιού-χεριού.


Σχόλιο στα θρακ: Χιόνσι (χιόνισε) του πάγωσι κιόλας ίγκι (έγινε) σκέτι γκαιντιάρα (γλύστρα) ταμ’μ να αγαρντι’ις κανένα πουδάρ.






Αρχίνιψα: Αρχισα






Σχόλιο στα θρακ: Αρχής-αρχής αρχίνιψι να γυρεύει για προίκα μια γελάδα (αγελάδα) ύστερας ένα μουσχάρι κι στου τέλους γνιατώθκα (θύμωσα) κι γω κι δε πήρι τίποτις.






Αναβράσι: Αναβλύζει νερό από πηγή


Σχόλιο στα Θρακ.: Κατέβασι του πουτάμι πουλί νιρό κι ούλους ού κάμπους αναβράει χιτσι (καθόλου) μην παειν΄ς (πηγαίνεις) μπουρεί κι να μπατικώεις (βουλιάξεις)






Αντρώθκι: Από έφηβος έγινε άντρας


Σχόλιο στα Θρακ.: Του παιδούδ΄μας (παιδί) κατά καλά αρχίνσει να μαλιάζι στου πρόσωπου τ’, αντρονιτι (γίνεται άντρας).






Αντροχωρίστρα: Γυναίκα που χωρίζει με τις πράξεις της άλλα ζευγάρια κυρίως τον άντρα






Ασμιχτος : Απόκοσμος (δεν σμίγει με τους ανθρώπους).






Ακλουτο : Ύστερο- πλακούντας- έντερο τόσο μακρύ που δεν κυκλώνεται






Ασφάλσα : Ασφάλισα


Σχόλιο στα Θρακ.: Έβαλαμι ένα ντιάκι (στήριγμα) στη πόρτα μας κι την ασφάλσαμι γιρά-γιρά (γερά)






Αγρα- άγρος- αγρο: Άγουρος άγουρα


Σχόλιο στα Θρακ.: Μη τα τρώτι τα γυρήκια (δαμάσκηνα) κομα (ακόμα) δεν ίγκαν (έγιναν) είναι αγρά και ξ’νιά (ξινά)






Αϊαζι: Αγιάζι ελαφρύ κρύο






Αλφή: αλοιφή






Αλπού: Αλεπού


Σχόλιο στα Θρακ.: Θρακ. τραγούδι: Πάει αλπού μαρί πάει αλπού, πάει αλπού να κλέψει αρνίθια (κότες)






Αποσταίνω- απόστασα- αποσταμένος- η- ο: Κουράζομαι, κουράσθηκα- κουρασμένος- η- ο


Σχόλιο στα Θρακ.: Σήμιρα γιρά (γερά) θέρσαμι (θερίσαμε) άμα τις (μάλλον) αποστασαμι ούλοι (όλοι), κάτστι- κάτστι (καθίστε) να ξαποστάστι (ξεκουραστείτε) εκεί δα (εδώ) στούν ίσκιο (σκιά)






Ανασκαμένος- ανασκαίνομαι- ανασκάθκα: Σιχαμένος- σιχαίνομαι- σιχάθηκα






Αντάρα- Ανταριασμένος : Ομίχλη- καταχνια- συνοφρυομένος


Σχόλιο στα Θρακ.: Μες στιάν (στην) αντάρα χάθκαμι (χαθήκαμε) κι αντίς για τνή (τήν) Ανδριανού (Ανδριανούπολη) στη Πόλη (Κων/πολη) έφτασαμι






Αντράλα- αντραλίζομαι- αντραλίσκα : Ζάλη- ζαλίζομαι- ζαλίστηκα


Σχόλιο στα Θρακ.: (ερωτευμένη με κάποιον νέο) Μόλις τουν (τον) ιδια (είδα) αντραλίσκα κι καρδιά μ, πάτα- κιούτα πάεινι (πήγαινε) κατά άναψα.






Αραθυμάω- αραθύμσα: Επιθυμώ- επιθύμησα


Σχόλιο στα Θρακ.: (Μάνα προς γυιο σε γράμμα) Αντι παλληκάρι μ’ πότι (πότε) θα ερ’ς (έρθεις) σ’ αραθμσα κάτα (πιά)






Αρτσίωθηκα- αρτσιώνομαι- αρτσιομένος : Αγριεύω- αγριεύτηκα- αγριεμένος


Σχόλιο στα Θρακ.: Φευγάτι- φευγάτι (φύγετε) ου μπουγάς μας (ταύροι) αρτσιώθκι θα μας κνιϊσι (κυνηγήσει) κι να διούμι (δούμε) που θα κρυφτούμι.






Αρνίθα : Όρνιθα- κότα






Αλατζιάς- αλατζιάτκο: Ύφασμα πολύχρωμο γενικά ότι πράγμα- ζώο είναι πολύχρωμο






Απάγκιο: Απάνεμο, ζεστό μέρος και προφυλαγμένο από ψυχρούς ανέμους






Αγλιάκ’ς : Αραχτός- άνεργος- τεμπέλης- προσωρινά δεν εργάζεται


Σχόλιο στα Θρακ.: Π’θνά (πουθενά) δεν δλεβει (δουλεύει) ούλη τη μέρα στου καφενέ κουμάρι παίζει τίποτα δεν τουν νοιάζει






Αφουγκριέμαι : Αφουγκράζομαι- κρυφακούω






Ατζίμπα : Άραγε






Αρμούτι- αρμουτιά : Αχλάδι- αχλαδιά






Απκάζω : Εικάζω- καταλαβαίνω- εμπεδώνω


Σχόλιο στα Θρακ.: Σίμιρα πήεις (πήγες) στου σχολειό αυτά που σι είπι (είπε) ου δάσκαλος τ’απκασες (κατάλαβες) ή μουσχάρι σ’στειλα κι βόδι μι γυρισ’ς (γύρισες).






Αϊντι μαρί : Άντε καλέ (χρησιμοποιείτε) σε προτάσεις


Σχόλιο στα Θρακ.: Αϊντι μαρί σήκωτι να φύφγουμι (φύγουμε) του παναήρι (πανηγύρι) τελείωσε έπισι (έπεσε) σκοτίδα (σκοτάδι)






Αβλαντάω- αβλάντισμα : Μυρίζω ίχνη- ο σκύλος μυρίζει ίχνη από άγριο ζώο






Απαρατάω : Παρατάω- φεύγω






Απ’έκει: Από εκεί


Σχόλιο στα Θρακ.: Πάντι (πηγαίνετε) απ’έκε απ την πατέκα (μονοπάτι) γιατί σιακάτι (ισα κάτω) έχει λάσπες










Αφηνιάσκα- αφηνιάζομαι: Ξαφνιάστηκα- τρομαζω- ανεξελιγκτα


Σχόλια στα Θρακ.: Τσιμσι (τσίμπησε) η μύγα τα βόδια κι αφηνιάσκαν και κ’ρλάτσαν (σκόρπισαν) τσιάκ (μακρυά) στου ρέμα






Αυτιάζομαι : Ακούω μακρινούς ήχους






Ασωστος : Ομή σωστος






Αστρίτσι: Μικρό αστέρι


Σχόλιο στα Θρακ.: Λαμπ’ς (λάμπεις) σήμιρα που πατρεύεσαν κουρτσούδι μ’ σαναστρίτσι






Ασμάς: Κληματαριά






Αρπαλ’κια: Λαχανόκηποι






Απολνάω- απολκ’α: Απολύω- αφήνω


Σχόλιο στα Θρακ.: Απόλνατα τα πρόβατα να βοσκήσουν στου τσιμένι (γρασίδι) μπάς κι κατιβάσουν γάλα






Αρατλ’κς: Παράγαμπρος






Αρσ’ζς: ζωηρός






Αποχτάω- Απόχτσα: Αποκτώ- απόκτησα


Σχόλιο στα Θρακ.: Πήει (πήγε) κατά τα ξενα δουλιψι πουλλά χρόνια κάμποσις παράδις αποχτσι (απέκτησε) κι τώρα που ήρθε πίσω ζάει (ζεί) καλά






Ακράνια : Ίδια ηλικία






Ατζά ατζά : Μακριά μακριά εκεί πέρα.


Αξαίνω : Μεγαλώνω τόσο σε ηλικία όσο και σωματικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου