Α
Αγλαΐζω –αγλαΐζομε –αγλαήσκα: Καλλωπίζω – καλλωπίζομαι -καλλωπίστηκα.
Σχόλιο στα θρακ: Σήμιρα ούλα (όλα)τα κουρίτσια (κορίτσια) αγλαήσκαν κι πουλί(πολύ) έμορφα ίγκαν (έγιναν).
Αγροικώ - αγροικάω: Τα καταφέρνω σε πολλά πράγματα – δουλειές.
Σχόλιο στα θρακ: Τούτους (αυτός) ούλα (όλα) τα αγροικάει κι σπέρε (σπέρνει) κι καλιβώνει (πεταλώνει),μα κι τσαρούχια φκιάνει (φτιάχνει).
Αγλήορα: Γρήγορα.
Σχόλια στα θρακ: Αγλήορα - αγλήορα μάστι (μαζέψτε) του στιάρι (σιτάρι) απ’ τ’ αλώνι γιατί αρχίνιψι (άρχισε) να τσιακτάει (αστράφτει),έριτι (έρχεται) μπαμπάτσκι (μεγάλι) βρουχή (βροχή)
Αγρόγρουνο: Άγριο γουρούνι
Αγράδα: Αγριάδα (ζιζάνιο)
Αγγειό-αγγειά: Συνήθως όλα τα σκεύη της κουζίνας καθώς και τα πήλινα δοχεία
Σχόλιο στα θρακ: “Ελατι –έλατι (ελάτε) να αγανόστι(νικιλώσετε) τα τεντζερέδια σας (κατσαρόλες) ήρθι ου αγανώτης (συνήθως ήταν γύφτος).
Αερογάμ’ς: Κατά φαντασία ο μεγάλος εραστής.
Αθρακιά: θρακιά κάρβουνα αναμμένα.
Αβανάκ’ς - αβάνακω – αβανάτκο: Άμυαλος –η-ο βλάκας –βλαμμένη χαζός-ή-ό.
Σχόλιο στα θρακ: Tήρα-τήρα(κοίταξε) του πιδί μας (παιδί) σαν αβανάτκο φαίνιτι δεν απκάζει (καταλαβαίνει) κι πουλλά (πολλά) πράματα (πράγματα).
Αστοχάω - αστόχσα: Ξεχνάω-ξέχασα.
Σχόλιο στα θρακ: Ωχ ωχ τόσα που ήξερνα (ήξερα) ούλα (όλα) πια τα αστόχσα τίπουτα (τίποτα) δεν θ’μάμαι (θυμάμαι).
Απτάλ’ς-απτάλω : Τσαπατσούλα αγροίκος.
Αψχάω: Λυπάμαι-πονάει η ψυχή.
Σχόλιο στα θρακ: Τα καημένα τα πιδούδια μου (παιδάκια) ουρφανούτσκα (ορφανά) είναι, κατά , (συνήθως) τα αψχάω.
Αστρέχα-αστριχιά: Προέκταση στέγης.
Ασκαμνιά: Μουριά.
Αγριντιά : Κεντρικά-παράλληλα δοκάρια στέγης .
Σχόλιο στα θρακ: θρακιώτικο τραγούδι <<Πούναι Στέργιος, πούναι Στέργιος,Στέργιος απάν στνιάν (στην) αγριαντιά.
Αχνιάρς: Κιτρινιάρης- άρρωστος
Σχόλιο στα θρακ: Δε θα ένι (γίνει) καλά δε τουν (τον) βλέπ’ς σκώνιτι (σηκώνετε)-κοιμάται ούλου (όλο) αχνιάρ’ς είναι
Aλμπαν’ς: Πεταλωτής (τοποθετεί πέταλα στα ζώα).
Αβραμηλιά: Κορομηλιά (δένδρο)
Αυγατίζω: Αυτός που αυξάνει την περιουσία του και τα κέρδη του
Σχόλιο στα θρακ: Εφκα (έφυγα) και πήγα στ Γιαρμανία κι λιφτά απόχτσα (απόκτησα) κι τα χουράφια’μ αυγάτσα, μα κι σπίτι έκαμα
Αχταρμάς: Μίγμα πραγμάτων-ανακάτωμα.
Αχτι: θυμός-οργή
Ασκάνιαστος: Αυτός που δεν ζηλεύει
Ανάρια: Αραιά
Σχόλιο στα θρακ: Τα καλαμπούκια (καλαμπόκια) φύτρωσαν ανάρια κι δε φτάνει τούτου ,ήρθαν κι τα σκαρκάλια (έντομα) τα ανάργιψαν πιότερο (περισσοτερο)
Ανημπόρια: Αρρώστια-αδυναμία
Αντέτι : Έθιμο
Σχόλιο στα θρακ: Αυτό τ’ αυτέντι ιμείς δε τ’ αφήνουμι κάθι (κάθε) Χριστούγεννα του μπουμπάρι (φαγητό) του τρώμι
Αξάς: Αξάδερφος
Αμάζωχτος: ασυμμάζευτος
Aλυχτώ: Γαβγίζω
Σχόλιο στα θρακ: Είχι πουλί χιόνι μαζί κι σαβουρκούμ (ανεμοσούρι) αρχίνσαν (άρχισαν) να ακούγουντι λύκοι από μακριά τα σκλιά (σκυλιά) κι κείνα (εκείνα) άρχινσαν να αλυχτάν.
Αλωνάρ’ς : Υπεύθυνος του αλωνιού αλλά έτσι λέγεται και ο μήνας Ιούλιος.
Άκστι - άκστι : Ακούστε-ακούστε
Σχόλιο στα θρακ: Άκστι-άκστι να σας πω ένα μαντάτο τουν Πανα¨ιώτη τ’ς Γιαννούλας τουν παρλάτσαν (τραυμάτισαν) τα σκλιά
(σκυλιά) τουν καημένο μέχρι κι τα παπούτσια ξέσκσαν (έσκισαν).
Αλαγκίτα : Κρέπα
Αϊκς : Ζωηρός - Ενεργετικός άνθρωπος
Αρβίθια : Ρεβίθια
Αλαφιάσκα - αλαφιασμένος: Τρομάζω ξαφνιάστηκα -ξαφνιασμένος.
Σχόλιο στα θρακ: Ιψές το βράδ’ ίδια(είδα) ένα όνειρου ότι μι έπνιγαν και αλαφιάσκα πουλί τόσο που δεν ξανακοιμήθκα.
Αρπατζίκι : Κοκκάρι κρεμμυδιού που χρησιμοποιείτε για φύτευση
Αποβύζι : Χαλασμένος μαστός αγελάδας ή αλλου ζώου
Αχαμνός - Κακός-δύσκολος
Σχόλιο στα θρακ: Που να συνοειθείς (συνενοηθής) μι τούτουν τον αχαμνό άλλα τουν λες κι ‘αλλα σι λέει κείνος (εκείνος) απ’ το μυαλο τ’ δε βγαίνει.
Απραχάς : Πρόστυχος.
Ασμάκι : Βαλτώδη περιοχή που αναβλύζει νερό (αγαπημένο μέρος των βουβαλιών).
Αντάϊς - αντασίνα : Συνομήλικος-συνομήλικη.
Ανασκιρνάω: Καθαρίζω - συμμαζεύω.
Σχόλιο στα θρακ: Τώρα που έριτι (έρχεται) του Πάσχα θέλ’ να ανασκιρίσω του σπίτι θα έχω φλιά (επίσκεψη).
Αγ’ρτσα: Διάστρεμμα ποδιού-χεριού.
Σχόλιο στα θρακ: Χιόνσι (χιόνισε) του πάγωσι κιόλας ίγκι (έγινε) σκέτι γκαιντιάρα (γλύστρα) ταμ’μ να αγαρντι’ις κανένα πουδάρ.
Αρχίνιψα: Αρχισα
Σχόλιο στα θρακ: Αρχής-αρχής αρχίνιψι να γυρεύει για προίκα μια γελάδα (αγελάδα) ύστερας ένα μουσχάρι κι στου τέλους γνιατώθκα (θύμωσα) κι γω κι δε πήρι τίποτις.
Αναβράσι: Αναβλύζει νερό από πηγή
Σχόλιο στα Θρακ.: Κατέβασι του πουτάμι πουλί νιρό κι ούλους ού κάμπους αναβράει χιτσι (καθόλου) μην παειν΄ς (πηγαίνεις) μπουρεί κι να μπατικώεις (βουλιάξεις)
Αντρώθκι: Από έφηβος έγινε άντρας
Σχόλιο στα Θρακ.: Του παιδούδ΄μας (παιδί) κατά καλά αρχίνσει να μαλιάζι στου πρόσωπου τ’, αντρονιτι (γίνεται άντρας).
Αντροχωρίστρα: Γυναίκα που χωρίζει με τις πράξεις της άλλα ζευγάρια κυρίως τον άντρα
Ασμιχτος : Απόκοσμος (δεν σμίγει με τους ανθρώπους).
Ακλουτο : Ύστερο- πλακούντας- έντερο τόσο μακρύ που δεν κυκλώνεται
Ασφάλσα : Ασφάλισα
Σχόλιο στα Θρακ.: Έβαλαμι ένα ντιάκι (στήριγμα) στη πόρτα μας κι την ασφάλσαμι γιρά-γιρά (γερά)
Αγρα- άγρος- αγρο: Άγουρος άγουρα
Σχόλιο στα Θρακ.: Μη τα τρώτι τα γυρήκια (δαμάσκηνα) κομα (ακόμα) δεν ίγκαν (έγιναν) είναι αγρά και ξ’νιά (ξινά)
Αϊαζι: Αγιάζι ελαφρύ κρύο
Αλφή: αλοιφή
Αλπού: Αλεπού
Σχόλιο στα Θρακ.: Θρακ. τραγούδι: Πάει αλπού μαρί πάει αλπού, πάει αλπού να κλέψει αρνίθια (κότες)
Αποσταίνω- απόστασα- αποσταμένος- η- ο: Κουράζομαι, κουράσθηκα- κουρασμένος- η- ο
Σχόλιο στα Θρακ.: Σήμιρα γιρά (γερά) θέρσαμι (θερίσαμε) άμα τις (μάλλον) αποστασαμι ούλοι (όλοι), κάτστι- κάτστι (καθίστε) να ξαποστάστι (ξεκουραστείτε) εκεί δα (εδώ) στούν ίσκιο (σκιά)
Ανασκαμένος- ανασκαίνομαι- ανασκάθκα: Σιχαμένος- σιχαίνομαι- σιχάθηκα
Αντάρα- Ανταριασμένος : Ομίχλη- καταχνια- συνοφρυομένος
Σχόλιο στα Θρακ.: Μες στιάν (στην) αντάρα χάθκαμι (χαθήκαμε) κι αντίς για τνή (τήν) Ανδριανού (Ανδριανούπολη) στη Πόλη (Κων/πολη) έφτασαμι
Αντράλα- αντραλίζομαι- αντραλίσκα : Ζάλη- ζαλίζομαι- ζαλίστηκα
Σχόλιο στα Θρακ.: (ερωτευμένη με κάποιον νέο) Μόλις τουν (τον) ιδια (είδα) αντραλίσκα κι καρδιά μ, πάτα- κιούτα πάεινι (πήγαινε) κατά άναψα.
Αραθυμάω- αραθύμσα: Επιθυμώ- επιθύμησα
Σχόλιο στα Θρακ.: (Μάνα προς γυιο σε γράμμα) Αντι παλληκάρι μ’ πότι (πότε) θα ερ’ς (έρθεις) σ’ αραθμσα κάτα (πιά)
Αρτσίωθηκα- αρτσιώνομαι- αρτσιομένος : Αγριεύω- αγριεύτηκα- αγριεμένος
Σχόλιο στα Θρακ.: Φευγάτι- φευγάτι (φύγετε) ου μπουγάς μας (ταύροι) αρτσιώθκι θα μας κνιϊσι (κυνηγήσει) κι να διούμι (δούμε) που θα κρυφτούμι.
Αρνίθα : Όρνιθα- κότα
Αλατζιάς- αλατζιάτκο: Ύφασμα πολύχρωμο γενικά ότι πράγμα- ζώο είναι πολύχρωμο
Απάγκιο: Απάνεμο, ζεστό μέρος και προφυλαγμένο από ψυχρούς ανέμους
Αγλιάκ’ς : Αραχτός- άνεργος- τεμπέλης- προσωρινά δεν εργάζεται
Σχόλιο στα Θρακ.: Π’θνά (πουθενά) δεν δλεβει (δουλεύει) ούλη τη μέρα στου καφενέ κουμάρι παίζει τίποτα δεν τουν νοιάζει
Αφουγκριέμαι : Αφουγκράζομαι- κρυφακούω
Ατζίμπα : Άραγε
Αρμούτι- αρμουτιά : Αχλάδι- αχλαδιά
Απκάζω : Εικάζω- καταλαβαίνω- εμπεδώνω
Σχόλιο στα Θρακ.: Σίμιρα πήεις (πήγες) στου σχολειό αυτά που σι είπι (είπε) ου δάσκαλος τ’απκασες (κατάλαβες) ή μουσχάρι σ’στειλα κι βόδι μι γυρισ’ς (γύρισες).
Αϊντι μαρί : Άντε καλέ (χρησιμοποιείτε) σε προτάσεις
Σχόλιο στα Θρακ.: Αϊντι μαρί σήκωτι να φύφγουμι (φύγουμε) του παναήρι (πανηγύρι) τελείωσε έπισι (έπεσε) σκοτίδα (σκοτάδι)
Αβλαντάω- αβλάντισμα : Μυρίζω ίχνη- ο σκύλος μυρίζει ίχνη από άγριο ζώο
Απαρατάω : Παρατάω- φεύγω
Απ’έκει: Από εκεί
Σχόλιο στα Θρακ.: Πάντι (πηγαίνετε) απ’έκε απ την πατέκα (μονοπάτι) γιατί σιακάτι (ισα κάτω) έχει λάσπες
Αφηνιάσκα- αφηνιάζομαι: Ξαφνιάστηκα- τρομαζω- ανεξελιγκτα
Σχόλια στα Θρακ.: Τσιμσι (τσίμπησε) η μύγα τα βόδια κι αφηνιάσκαν και κ’ρλάτσαν (σκόρπισαν) τσιάκ (μακρυά) στου ρέμα
Αυτιάζομαι : Ακούω μακρινούς ήχους
Ασωστος : Ομή σωστος
Αστρίτσι: Μικρό αστέρι
Σχόλιο στα Θρακ.: Λαμπ’ς (λάμπεις) σήμιρα που πατρεύεσαν κουρτσούδι μ’ σαναστρίτσι
Ασμάς: Κληματαριά
Αρπαλ’κια: Λαχανόκηποι
Απολνάω- απολκ’α: Απολύω- αφήνω
Σχόλιο στα Θρακ.: Απόλνατα τα πρόβατα να βοσκήσουν στου τσιμένι (γρασίδι) μπάς κι κατιβάσουν γάλα
Αρατλ’κς: Παράγαμπρος
Αρσ’ζς: ζωηρός
Αποχτάω- Απόχτσα: Αποκτώ- απόκτησα
Σχόλιο στα Θρακ.: Πήει (πήγε) κατά τα ξενα δουλιψι πουλλά χρόνια κάμποσις παράδις αποχτσι (απέκτησε) κι τώρα που ήρθε πίσω ζάει (ζεί) καλά
Ακράνια : Ίδια ηλικία
Ατζά ατζά : Μακριά μακριά εκεί πέρα.
Αξαίνω : Μεγαλώνω τόσο σε ηλικία όσο και σωματικά.
Αγλαΐζω –αγλαΐζομε –αγλαήσκα: Καλλωπίζω – καλλωπίζομαι -καλλωπίστηκα.
Σχόλιο στα θρακ: Σήμιρα ούλα (όλα)τα κουρίτσια (κορίτσια) αγλαήσκαν κι πουλί(πολύ) έμορφα ίγκαν (έγιναν).
Αγροικώ - αγροικάω: Τα καταφέρνω σε πολλά πράγματα – δουλειές.
Σχόλιο στα θρακ: Τούτους (αυτός) ούλα (όλα) τα αγροικάει κι σπέρε (σπέρνει) κι καλιβώνει (πεταλώνει),μα κι τσαρούχια φκιάνει (φτιάχνει).
Αγλήορα: Γρήγορα.
Σχόλια στα θρακ: Αγλήορα - αγλήορα μάστι (μαζέψτε) του στιάρι (σιτάρι) απ’ τ’ αλώνι γιατί αρχίνιψι (άρχισε) να τσιακτάει (αστράφτει),έριτι (έρχεται) μπαμπάτσκι (μεγάλι) βρουχή (βροχή)
Αγρόγρουνο: Άγριο γουρούνι
Αγράδα: Αγριάδα (ζιζάνιο)
Αγγειό-αγγειά: Συνήθως όλα τα σκεύη της κουζίνας καθώς και τα πήλινα δοχεία
Σχόλιο στα θρακ: “Ελατι –έλατι (ελάτε) να αγανόστι(νικιλώσετε) τα τεντζερέδια σας (κατσαρόλες) ήρθι ου αγανώτης (συνήθως ήταν γύφτος).
Αερογάμ’ς: Κατά φαντασία ο μεγάλος εραστής.
Αθρακιά: θρακιά κάρβουνα αναμμένα.
Αβανάκ’ς - αβάνακω – αβανάτκο: Άμυαλος –η-ο βλάκας –βλαμμένη χαζός-ή-ό.
Σχόλιο στα θρακ: Tήρα-τήρα(κοίταξε) του πιδί μας (παιδί) σαν αβανάτκο φαίνιτι δεν απκάζει (καταλαβαίνει) κι πουλλά (πολλά) πράματα (πράγματα).
Αστοχάω - αστόχσα: Ξεχνάω-ξέχασα.
Σχόλιο στα θρακ: Ωχ ωχ τόσα που ήξερνα (ήξερα) ούλα (όλα) πια τα αστόχσα τίπουτα (τίποτα) δεν θ’μάμαι (θυμάμαι).
Απτάλ’ς-απτάλω : Τσαπατσούλα αγροίκος.
Αψχάω: Λυπάμαι-πονάει η ψυχή.
Σχόλιο στα θρακ: Τα καημένα τα πιδούδια μου (παιδάκια) ουρφανούτσκα (ορφανά) είναι, κατά , (συνήθως) τα αψχάω.
Αστρέχα-αστριχιά: Προέκταση στέγης.
Ασκαμνιά: Μουριά.
Αγριντιά : Κεντρικά-παράλληλα δοκάρια στέγης .
Σχόλιο στα θρακ: θρακιώτικο τραγούδι <<Πούναι Στέργιος, πούναι Στέργιος,Στέργιος απάν στνιάν (στην) αγριαντιά.
Αχνιάρς: Κιτρινιάρης- άρρωστος
Σχόλιο στα θρακ: Δε θα ένι (γίνει) καλά δε τουν (τον) βλέπ’ς σκώνιτι (σηκώνετε)-κοιμάται ούλου (όλο) αχνιάρ’ς είναι
Aλμπαν’ς: Πεταλωτής (τοποθετεί πέταλα στα ζώα).
Αβραμηλιά: Κορομηλιά (δένδρο)
Αυγατίζω: Αυτός που αυξάνει την περιουσία του και τα κέρδη του
Σχόλιο στα θρακ: Εφκα (έφυγα) και πήγα στ Γιαρμανία κι λιφτά απόχτσα (απόκτησα) κι τα χουράφια’μ αυγάτσα, μα κι σπίτι έκαμα
Αχταρμάς: Μίγμα πραγμάτων-ανακάτωμα.
Αχτι: θυμός-οργή
Ασκάνιαστος: Αυτός που δεν ζηλεύει
Ανάρια: Αραιά
Σχόλιο στα θρακ: Τα καλαμπούκια (καλαμπόκια) φύτρωσαν ανάρια κι δε φτάνει τούτου ,ήρθαν κι τα σκαρκάλια (έντομα) τα ανάργιψαν πιότερο (περισσοτερο)
Ανημπόρια: Αρρώστια-αδυναμία
Αντέτι : Έθιμο
Σχόλιο στα θρακ: Αυτό τ’ αυτέντι ιμείς δε τ’ αφήνουμι κάθι (κάθε) Χριστούγεννα του μπουμπάρι (φαγητό) του τρώμι
Αξάς: Αξάδερφος
Αμάζωχτος: ασυμμάζευτος
Aλυχτώ: Γαβγίζω
Σχόλιο στα θρακ: Είχι πουλί χιόνι μαζί κι σαβουρκούμ (ανεμοσούρι) αρχίνσαν (άρχισαν) να ακούγουντι λύκοι από μακριά τα σκλιά (σκυλιά) κι κείνα (εκείνα) άρχινσαν να αλυχτάν.
Αλωνάρ’ς : Υπεύθυνος του αλωνιού αλλά έτσι λέγεται και ο μήνας Ιούλιος.
Άκστι - άκστι : Ακούστε-ακούστε
Σχόλιο στα θρακ: Άκστι-άκστι να σας πω ένα μαντάτο τουν Πανα¨ιώτη τ’ς Γιαννούλας τουν παρλάτσαν (τραυμάτισαν) τα σκλιά
(σκυλιά) τουν καημένο μέχρι κι τα παπούτσια ξέσκσαν (έσκισαν).
Αλαγκίτα : Κρέπα
Αϊκς : Ζωηρός - Ενεργετικός άνθρωπος
Αρβίθια : Ρεβίθια
Αλαφιάσκα - αλαφιασμένος: Τρομάζω ξαφνιάστηκα -ξαφνιασμένος.
Σχόλιο στα θρακ: Ιψές το βράδ’ ίδια(είδα) ένα όνειρου ότι μι έπνιγαν και αλαφιάσκα πουλί τόσο που δεν ξανακοιμήθκα.
Αρπατζίκι : Κοκκάρι κρεμμυδιού που χρησιμοποιείτε για φύτευση
Αποβύζι : Χαλασμένος μαστός αγελάδας ή αλλου ζώου
Αχαμνός - Κακός-δύσκολος
Σχόλιο στα θρακ: Που να συνοειθείς (συνενοηθής) μι τούτουν τον αχαμνό άλλα τουν λες κι ‘αλλα σι λέει κείνος (εκείνος) απ’ το μυαλο τ’ δε βγαίνει.
Απραχάς : Πρόστυχος.
Ασμάκι : Βαλτώδη περιοχή που αναβλύζει νερό (αγαπημένο μέρος των βουβαλιών).
Αντάϊς - αντασίνα : Συνομήλικος-συνομήλικη.
Ανασκιρνάω: Καθαρίζω - συμμαζεύω.
Σχόλιο στα θρακ: Τώρα που έριτι (έρχεται) του Πάσχα θέλ’ να ανασκιρίσω του σπίτι θα έχω φλιά (επίσκεψη).
Αγ’ρτσα: Διάστρεμμα ποδιού-χεριού.
Σχόλιο στα θρακ: Χιόνσι (χιόνισε) του πάγωσι κιόλας ίγκι (έγινε) σκέτι γκαιντιάρα (γλύστρα) ταμ’μ να αγαρντι’ις κανένα πουδάρ.
Αρχίνιψα: Αρχισα
Σχόλιο στα θρακ: Αρχής-αρχής αρχίνιψι να γυρεύει για προίκα μια γελάδα (αγελάδα) ύστερας ένα μουσχάρι κι στου τέλους γνιατώθκα (θύμωσα) κι γω κι δε πήρι τίποτις.
Αναβράσι: Αναβλύζει νερό από πηγή
Σχόλιο στα Θρακ.: Κατέβασι του πουτάμι πουλί νιρό κι ούλους ού κάμπους αναβράει χιτσι (καθόλου) μην παειν΄ς (πηγαίνεις) μπουρεί κι να μπατικώεις (βουλιάξεις)
Αντρώθκι: Από έφηβος έγινε άντρας
Σχόλιο στα Θρακ.: Του παιδούδ΄μας (παιδί) κατά καλά αρχίνσει να μαλιάζι στου πρόσωπου τ’, αντρονιτι (γίνεται άντρας).
Αντροχωρίστρα: Γυναίκα που χωρίζει με τις πράξεις της άλλα ζευγάρια κυρίως τον άντρα
Ασμιχτος : Απόκοσμος (δεν σμίγει με τους ανθρώπους).
Ακλουτο : Ύστερο- πλακούντας- έντερο τόσο μακρύ που δεν κυκλώνεται
Ασφάλσα : Ασφάλισα
Σχόλιο στα Θρακ.: Έβαλαμι ένα ντιάκι (στήριγμα) στη πόρτα μας κι την ασφάλσαμι γιρά-γιρά (γερά)
Αγρα- άγρος- αγρο: Άγουρος άγουρα
Σχόλιο στα Θρακ.: Μη τα τρώτι τα γυρήκια (δαμάσκηνα) κομα (ακόμα) δεν ίγκαν (έγιναν) είναι αγρά και ξ’νιά (ξινά)
Αϊαζι: Αγιάζι ελαφρύ κρύο
Αλφή: αλοιφή
Αλπού: Αλεπού
Σχόλιο στα Θρακ.: Θρακ. τραγούδι: Πάει αλπού μαρί πάει αλπού, πάει αλπού να κλέψει αρνίθια (κότες)
Αποσταίνω- απόστασα- αποσταμένος- η- ο: Κουράζομαι, κουράσθηκα- κουρασμένος- η- ο
Σχόλιο στα Θρακ.: Σήμιρα γιρά (γερά) θέρσαμι (θερίσαμε) άμα τις (μάλλον) αποστασαμι ούλοι (όλοι), κάτστι- κάτστι (καθίστε) να ξαποστάστι (ξεκουραστείτε) εκεί δα (εδώ) στούν ίσκιο (σκιά)
Ανασκαμένος- ανασκαίνομαι- ανασκάθκα: Σιχαμένος- σιχαίνομαι- σιχάθηκα
Αντάρα- Ανταριασμένος : Ομίχλη- καταχνια- συνοφρυομένος
Σχόλιο στα Θρακ.: Μες στιάν (στην) αντάρα χάθκαμι (χαθήκαμε) κι αντίς για τνή (τήν) Ανδριανού (Ανδριανούπολη) στη Πόλη (Κων/πολη) έφτασαμι
Αντράλα- αντραλίζομαι- αντραλίσκα : Ζάλη- ζαλίζομαι- ζαλίστηκα
Σχόλιο στα Θρακ.: (ερωτευμένη με κάποιον νέο) Μόλις τουν (τον) ιδια (είδα) αντραλίσκα κι καρδιά μ, πάτα- κιούτα πάεινι (πήγαινε) κατά άναψα.
Αραθυμάω- αραθύμσα: Επιθυμώ- επιθύμησα
Σχόλιο στα Θρακ.: (Μάνα προς γυιο σε γράμμα) Αντι παλληκάρι μ’ πότι (πότε) θα ερ’ς (έρθεις) σ’ αραθμσα κάτα (πιά)
Αρτσίωθηκα- αρτσιώνομαι- αρτσιομένος : Αγριεύω- αγριεύτηκα- αγριεμένος
Σχόλιο στα Θρακ.: Φευγάτι- φευγάτι (φύγετε) ου μπουγάς μας (ταύροι) αρτσιώθκι θα μας κνιϊσι (κυνηγήσει) κι να διούμι (δούμε) που θα κρυφτούμι.
Αρνίθα : Όρνιθα- κότα
Αλατζιάς- αλατζιάτκο: Ύφασμα πολύχρωμο γενικά ότι πράγμα- ζώο είναι πολύχρωμο
Απάγκιο: Απάνεμο, ζεστό μέρος και προφυλαγμένο από ψυχρούς ανέμους
Αγλιάκ’ς : Αραχτός- άνεργος- τεμπέλης- προσωρινά δεν εργάζεται
Σχόλιο στα Θρακ.: Π’θνά (πουθενά) δεν δλεβει (δουλεύει) ούλη τη μέρα στου καφενέ κουμάρι παίζει τίποτα δεν τουν νοιάζει
Αφουγκριέμαι : Αφουγκράζομαι- κρυφακούω
Ατζίμπα : Άραγε
Αρμούτι- αρμουτιά : Αχλάδι- αχλαδιά
Απκάζω : Εικάζω- καταλαβαίνω- εμπεδώνω
Σχόλιο στα Θρακ.: Σίμιρα πήεις (πήγες) στου σχολειό αυτά που σι είπι (είπε) ου δάσκαλος τ’απκασες (κατάλαβες) ή μουσχάρι σ’στειλα κι βόδι μι γυρισ’ς (γύρισες).
Αϊντι μαρί : Άντε καλέ (χρησιμοποιείτε) σε προτάσεις
Σχόλιο στα Θρακ.: Αϊντι μαρί σήκωτι να φύφγουμι (φύγουμε) του παναήρι (πανηγύρι) τελείωσε έπισι (έπεσε) σκοτίδα (σκοτάδι)
Αβλαντάω- αβλάντισμα : Μυρίζω ίχνη- ο σκύλος μυρίζει ίχνη από άγριο ζώο
Απαρατάω : Παρατάω- φεύγω
Απ’έκει: Από εκεί
Σχόλιο στα Θρακ.: Πάντι (πηγαίνετε) απ’έκε απ την πατέκα (μονοπάτι) γιατί σιακάτι (ισα κάτω) έχει λάσπες
Αφηνιάσκα- αφηνιάζομαι: Ξαφνιάστηκα- τρομαζω- ανεξελιγκτα
Σχόλια στα Θρακ.: Τσιμσι (τσίμπησε) η μύγα τα βόδια κι αφηνιάσκαν και κ’ρλάτσαν (σκόρπισαν) τσιάκ (μακρυά) στου ρέμα
Αυτιάζομαι : Ακούω μακρινούς ήχους
Ασωστος : Ομή σωστος
Αστρίτσι: Μικρό αστέρι
Σχόλιο στα Θρακ.: Λαμπ’ς (λάμπεις) σήμιρα που πατρεύεσαν κουρτσούδι μ’ σαναστρίτσι
Ασμάς: Κληματαριά
Αρπαλ’κια: Λαχανόκηποι
Απολνάω- απολκ’α: Απολύω- αφήνω
Σχόλιο στα Θρακ.: Απόλνατα τα πρόβατα να βοσκήσουν στου τσιμένι (γρασίδι) μπάς κι κατιβάσουν γάλα
Αρατλ’κς: Παράγαμπρος
Αρσ’ζς: ζωηρός
Αποχτάω- Απόχτσα: Αποκτώ- απόκτησα
Σχόλιο στα Θρακ.: Πήει (πήγε) κατά τα ξενα δουλιψι πουλλά χρόνια κάμποσις παράδις αποχτσι (απέκτησε) κι τώρα που ήρθε πίσω ζάει (ζεί) καλά
Ακράνια : Ίδια ηλικία
Ατζά ατζά : Μακριά μακριά εκεί πέρα.
Αξαίνω : Μεγαλώνω τόσο σε ηλικία όσο και σωματικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου