Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Ένα δραματικό επεισόδιο στη Μηλιά.


Ένα δραματικό επεισόδιο στη Μηλιά.

Ένα δραματικό επεισόδιο στη Μηλιά. Δυτικά του χωριού λίγες εκατοντάδες μέτρα σ'ένα μικρό φαράγγι βρίσκεται μια ωραία τοποθεσία, η ωραιότερη ίσως του χωριού, τα Καβάκια. Κάτω από τις άγριες και τις ήμερες λεύκες,
φυτεμένες από χρόνια, που απλώνουν μια πλούσια σκιά, ξαποσταμένος θαυμάζεις την ομορφιά του τοπίου και ξεδιψάς απ'τη γραφική βρυσούλα πίνοντας τ'αργυρό γαϊτάνι της που τρέχει αδιάκοπα μέσα σε μια μαρμάρινη γούρνα. Σε τούτο το μαγευτικό τοπίο, το φθινόπωρο του 1920, συνέβηκε ένα δραματικό επεισόδιο και το αναφέρουμε χρονογραφικώς. Ένα φθινοπωρινό πρωί -το πρώτο φθινόπωρο που λευτερώθηκε ο τόπος εδώ- ο στρατιώτης Δημήτρης Κατσαρός κατέβαινε απ'το φυλάκιο της Τσιούκας να πλύνει στη βρύση. Οι Βούλγαροι παραμόνευαν και, αφού είδαν πως γύρω ήταν ερημιά και δε βρισκόταν κανένας άλλος μήτε χωρικός μήτε στρατιώτης, πετάγονται από κάτι βάτα και πιάνουν το στρατιώτη. Θέλησαν να τον απαγάγουν ζωντανό αλλά ο Κατσαρός φαίνεται αντιστάθηκε και αφού τον πυροβόλησαν και τον πλήγωσαν τον πέρασαν σέρνοντας μέσα στη Βουλγαρία. Οι χωρικοί άκουσαν τον πυροβολισμό κι έτρεξαν να δουν τί έγινε... Βρήκαν μόνο αίματα στη βρύση, ένα μαντήλι και λίγα μέτρα πιό πέρα το πιστόλι του στρατιώτη άκαο μέσα στη θήκη. Οι Βούλγαροι φαίνεται στη βιασύνη τους ούτε και πρόσεξαν αυτά τα πράγματα. Στ' αντίκρυσμα της θλιβερής τούτης σκηνής μια βουβαμάρα πλάκωσε τους χωρικούς με τον ανεξήγητο κι αδόκητο σκοτωμό του παλληκαριού.
Την άλλη μέρα ήρθε στρατός κι αξιωματικοί απ'τον Πεντάλοφο και ζήτησαν συνάντηση με τους Βούλγαρους. Κανένας Βούλγαρος όμως δεν παρουσιάστηκε. Τη δεύτερη μέρα πάλι ξαναζήτησαν, τα ίδια όμως πάλι. Τότε ο υπολοχαγός Αντρέας Μπερντέσης ζήτησε την άδεια του διοικητή του να τον επιτρέψει να μεταβεί στο βουλγάρικο έδαφος και να ζητήσει το σώμα του στρατιώτη. Ο διοικητής αρνήθηκε. Αυθαίρετα τότε ο γενναίος αξιωματικός αρπάζει έναν στρατιώτη και τρέχει κατά το ποτάμι. Κει κοντά κάποιος χωρικός όργωνε, παίρνουν τ'αμάξι του ανεβαίνει ο στρατιώτης πάνω να τ'οδηγεί και πλησιάζουν στο ποτάμι. Το αμάξι με τον στρατιώτη σταμάτησε δώθε απ'το ποτάμι στην ελληνική όχθη. Ο υπολοχαγός πηδά μέσα στο νερό ανάμεσα στά δύο κράτη, οι Βούλγαροι απ'αντίκρυ του φώναξαν «Αλτ». Ο υπολοχαγός Μπερντέσης με τα χέρια μέσα στις τσέπες κρατώντας δυο χειροβομβίδες χωρίς να σταματήσει τους λέγει πως έρχεται για συνάντηση και να φωνάξουν τον αξιωματικό τους. Απ'το βουλγαρικό φυλάκιο φάνηκαν κείνη την ώρα δυο Βούλγαροι αξιωματικοί και ο διερμηνέας Μπαχάρωφ. Ο ατρόμητος υπολοχαγός μ'ανοιχτά τα πόδια και πάντα έχοντας τα χέρια του μέσα στις τσέπες καρτερούσε τους Βούλγαρους αξιωματικούς. Σαν έφτασαν χωρίς άλλη κουβέντα ζήτησε το στρατιώτη. Αυτοί έκαναν τάχα πως δεν ήξεραν. Σαν τους φοβέρισε όμως πως θα πετάξει τις χειροβομβίδες να τους κάψει οι Βούλγαροι τα χρειάστηκαν. Κοιτάχτηκαν, κάτι είπαν μεταξύ τους και τον είπαν να περιμένει λίγο. Πράγματι ύστερα από λίγο φέρνουν το σώμα τ'άμοιρου στρατιώτη ακέφαλο. Ο υπολοχαγός Μπερντέσης ζήτησε να του φέρουν και το κεφάλι. Τότε στέλνουν ένα στρατιώτη στο φυλάκιο και φέρνει το κεφάλι μόνο καύκαλο, όλα τα κρέατα πεσμένα και το είχαν κόψει με πριόνι! Όπως μαθεύτηκε αργότερα όταν έφεραν τον στρατιώτη τραυματισμένο στο φυλάκιο τους, τον έδεσαν με το κεφάλι προς τα κάτω σ'ένα δέντρο και χώναν το κεφάλι τ'άμοιρου παλληκαριού μέσα σ'ένα τενεκέ ζεματιστό νερό ποιος ξέρει γιατί. Αφού τον τελείωσαν πια έτσι, μετά κόψαν το κεφάλι του και το σώμα του τόθαψαν στον άμμο... Ο υπολοχαγός Μπερντέσης τους είπε πολλά και τους σκυλόβρισε όλους αξιωματικούς και στρατιώτες. Ύστερα φορτώνει το σώμα στ'αμάξι και τόφερε στο χωριό. Τ'απόγευμα έγινε η κηδεία του φτωχού Κατσαρού στα νεκροταφεία του χωριού με συμμετοχή τμήματος στρατού κι όλων των κατοίκων του χωριού που όλοι τους τό 'κλαψαν από καρδιά το παλληκάρι. Η λαϊκή μούσα δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη στο δραματικό τούτο επεισόδιο και τραγούδησε τον άμοιρο στρατιώτη με το παρακάτω λυπητερό τραγούδι:
"Στα Καβάκια τουν τσισμέ έπλενα το μαντηλάκι μ'.
Δυο Βούλγαροι κατέβαιναν πού μέσ' από το ρυάκι.
Ένας φωνάζει τ'άλογο και γιάλλος με βαράει
Με πιάσαν και με πήρανε με κόψαν το κεφάλι.
Το κεφαλάκι μ'έκοφταν μέσ' του καζάνι τόβραζαν
επήραν και το σώμα μου το σκέπασαν στούν άμμου.
Πολλοί ξιματικοί μ'έβλεπαν κανένας δε με παίρνει.
Μον' ου Μπιρντέϊς ου λουχαγός ήρτε
πήρε το σώμα μου και τόφερε σ'Μπεχτέδες."
Λίγες μέρες αργότερα ο ατρόμητος υπολοχαγός μπήκε νύχτα στο βουλγάρικο έδαφος κι έκαψε το φυλάκιο. Από τους Βούλγαρους στρατιώτες μόνον ο σκοπός γλύτωσε. Από τους άλλους, δύο τραυματίστηκαν ένας έκανε να φύγει και σκοτώθηκε κι οι υπόλοιποι κάηκαν ζωντανοί... Οι Βούλγαροι, σαν να περίμεναν κάτι τέτοιο, ούτε διαμαρτυρήθηκαν αλλά ούτε και κουνήθηκαν μετά πιά. (Πηγή: Κέντρο Ερεΰνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Χειρόγραφο με αριθμό 2374. ΕΝΔΟΧΩΡΑ, τ.85, Απρ.-Μάιος 2003)

1 σχόλιο:

  1. το ονομα του λοχαγου πρεπει να δωθει σε καποιο δημοσιο κτιριο,περιοχη,το φραγμα κτλ...


    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου