ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΤΟΥ ΙΘ΄ ΑΙΩΝΑ
Η ιστορία των εξεγέρσεων στη Θράκη, είναι εν πολλοίς αδιερεύνητη ιστορικά. Έχει πολλές δραματικές σελίδες από τις καταπιέσεις που υπέστη ο Χριστιανικός πληθυσμός της και οι Πομάκοι, από τους Τούρκους και από τους Βούλγαρους.
Στην εποχή που εξετάζουμε δηλαδή τον ΙΘ΄ αιώνα, σημειώθηκαν εξεγέρσεις των Πομάκων, τόσο εναντίον των Τούρκων, όσο και εναντίον των Βουλγάρων.
Η μεγαλύτερη ίσως εξέγερση σημειώθηκε την άνοιξη του 1878 και προκάλεσε την ανάμειξη ακόμα και των ξένων δυνάμεων και διεθνές ενδιαφέρον. Η εξέγερση αυτή, ήδη έχει περιγραφεί μερικώς από την Καλλιόπη Μουσιοπούλου- Παπαθανάση[1]. Βασικό έγγραφο που χρησιμοποίησε, ήταν μια αναλυτική περιγραφή των συμβάντων στην ορεινή Ροδόπη, γραμμένη στις 11 Μαΐου 1878. Πολλοί Τούρκοι, από τη στιγμή της προσέγγισης των Ρώσικών στρατευμάτων, θέλοντας να αποφύγουν την εκδικητικότητα των Βουλγάρων, όσοι μάλιστα δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη επειδή κόπηκε η σιδηροδρομική επικοινωνία, ανέβηκαν στα απρόσιτα ορεινά χωριά της Ροδόπης. Εκεί Πομάκοι, ξεσπιτωμένοι Τούρκοι και λιποτάκτες δημιούργησαν ένα ενιαίο μέτωπο κατά των Ρώσων και Βουλγάρων. Το πρώτο πράμα που έκαναν ήταν να κλείσουν τις διαβάσεις. Αρχικά, οι αρχές κατοχής δεν έδωσαν καμιά σημασία. Όταν όμως υπεγράφη η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι Τούρκοι πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις των Ρώσων ότι δεν κινδυνεύουν, δέχθηκαν τις αρχές κατοχής και μάλιστα αφοπλίσθηκαν. Όταν όμως απομακρύνθηκαν οι Ρώσοι άρχισαν οι επιθέσεις των Βουλγάρων. Μόλις έμαθαν όσοι βρίσκονταν ψηλά στα ορεινά τι έπαθαν οι Τούρκοι που δήλωσαν υποταγή, αμέσως αποφάσισαν να αντισταθούν με κάθε μέσον. Έκλεισαν πάλι τις διαβάσεις και τις στενωπούς της Ροδόπης και απαντούσαν με πυρά, όταν οι Ρώσοι προσπαθούσαν να περάσουν από τις εμπροσθοφυλακές τους, που πρέπει να εκτείνονταν σε μέτωπο 80 χιλμ. Στη Δράμα μάλιστα, σε μυστικές συγκεντρώσεις διακήρυξαν από τις 7 Μαρτίου, «πως προτιμώσι να τεθώσιν υπό το σκήπτρον του βασιλέως των Ελλήνων και μείνωσιν ευχαρίστως εις τας εστίας των παρά υπό τον Βούλγαρο Ηγεμόνα…»[2].
Η ιστορία των εξεγέρσεων στη Θράκη, είναι εν πολλοίς αδιερεύνητη ιστορικά. Έχει πολλές δραματικές σελίδες από τις καταπιέσεις που υπέστη ο Χριστιανικός πληθυσμός της και οι Πομάκοι, από τους Τούρκους και από τους Βούλγαρους.
Στην εποχή που εξετάζουμε δηλαδή τον ΙΘ΄ αιώνα, σημειώθηκαν εξεγέρσεις των Πομάκων, τόσο εναντίον των Τούρκων, όσο και εναντίον των Βουλγάρων.
Η μεγαλύτερη ίσως εξέγερση σημειώθηκε την άνοιξη του 1878 και προκάλεσε την ανάμειξη ακόμα και των ξένων δυνάμεων και διεθνές ενδιαφέρον. Η εξέγερση αυτή, ήδη έχει περιγραφεί μερικώς από την Καλλιόπη Μουσιοπούλου- Παπαθανάση[1]. Βασικό έγγραφο που χρησιμοποίησε, ήταν μια αναλυτική περιγραφή των συμβάντων στην ορεινή Ροδόπη, γραμμένη στις 11 Μαΐου 1878. Πολλοί Τούρκοι, από τη στιγμή της προσέγγισης των Ρώσικών στρατευμάτων, θέλοντας να αποφύγουν την εκδικητικότητα των Βουλγάρων, όσοι μάλιστα δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη επειδή κόπηκε η σιδηροδρομική επικοινωνία, ανέβηκαν στα απρόσιτα ορεινά χωριά της Ροδόπης. Εκεί Πομάκοι, ξεσπιτωμένοι Τούρκοι και λιποτάκτες δημιούργησαν ένα ενιαίο μέτωπο κατά των Ρώσων και Βουλγάρων. Το πρώτο πράμα που έκαναν ήταν να κλείσουν τις διαβάσεις. Αρχικά, οι αρχές κατοχής δεν έδωσαν καμιά σημασία. Όταν όμως υπεγράφη η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι Τούρκοι πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις των Ρώσων ότι δεν κινδυνεύουν, δέχθηκαν τις αρχές κατοχής και μάλιστα αφοπλίσθηκαν. Όταν όμως απομακρύνθηκαν οι Ρώσοι άρχισαν οι επιθέσεις των Βουλγάρων. Μόλις έμαθαν όσοι βρίσκονταν ψηλά στα ορεινά τι έπαθαν οι Τούρκοι που δήλωσαν υποταγή, αμέσως αποφάσισαν να αντισταθούν με κάθε μέσον. Έκλεισαν πάλι τις διαβάσεις και τις στενωπούς της Ροδόπης και απαντούσαν με πυρά, όταν οι Ρώσοι προσπαθούσαν να περάσουν από τις εμπροσθοφυλακές τους, που πρέπει να εκτείνονταν σε μέτωπο 80 χιλμ. Στη Δράμα μάλιστα, σε μυστικές συγκεντρώσεις διακήρυξαν από τις 7 Μαρτίου, «πως προτιμώσι να τεθώσιν υπό το σκήπτρον του βασιλέως των Ελλήνων και μείνωσιν ευχαρίστως εις τας εστίας των παρά υπό τον Βούλγαρο Ηγεμόνα…»[2].