Τον Μάρτιο του 1913, οι Πλαβιώτες που δεν αισθάνονταν πλέον ασφαλείς πέρασαν στο Τουρκικό έδαφος παίρνοντας από τα υπάρχοντά τους μόνο ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν στα χέρια και έμεναν στα βουνά της Ροδόπης για είκοσι περίπου ημέρες.
Μερικοί από αυτούς μη θέλοντας να χάσουν τις περιουσίες τους γύρισαν πίσω στο χωριό ελπίζοντας ότι δεν θα συνεχιστούν οι επιθέσεις των Βουλγάρων. Οι περισσότερες οικογένειες μαζί και με κατοίκους άλλων γειτονικών χωριών πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί με το Ιταλικό πλοίο ΤΟΡΙΝΟ
τους πήγαν στον Πειραιά.
Εκατό περίπου οικογένειες δεν κατέβηκαν από το καράβι και συνέχισαν το ταξίδι για την Θεσσαλονίκη. Οι άνδρες άφησαν τις οικογένειες τους στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης μέσα σε παράγκες και αντίσκηνα που τους παραχώρησε το κράτος και άρχισαν να δουλεύουν σε διάφορες αγροτικές δουλειές κυρίως στον Δρυμό Θεσσαλονίκης, ψάχνοντας ταυτόχρονα και κατάλληλο μέρος για μόνιμη εγκατάσταση. Από τα μέρη που τους προτάθηκαν, τους άρεσαν περισσότερο τα Κάτω Πορόια γιατί είχαν πολλά νερά, βουνό κατάλληλο για κτηνοτροφία και κλήμα παρόμοιο με της Πλαβούς και το Ζευγολατιό Σερρών γιατί είχε εύφορα και πολλά χωράφια, βουνό για την κτηνοτροφία και τον ποταμό Στρυμόνα με άφθονο νερό. Με τα ίδια κριτήρια επιλέχτηκαν και τα άλλα χωριά που εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες Πλαβιώτες. Τους επόμενους μήνες άρχισε η διασπορά και εγκατάσταση σε διάφορα μέρη του νομού Σερρών και Δράμας.
Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα (τρίκλιτη βασιλική) στην Πλαβού μένει σχεδόν ανέπαφος από το πέρασμα των χρόνων όπως τον έκτισαν οι Έλληνες κάτοικοι εδώ και 170 χρόνια |
Κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1916 οι Βούλγαροι σύμμαχοι των Γερμανών, κατά την οπισθοχώρηση τους μπήκαν στα Ελληνικά χωριά που είχαν απελευθερωθεί κατά τον 2ο Βαλκανικό πόλεμο και πήραν όλους τους Πλαβιώτες με τις οικογένειες τους από τα Κάτω Πορόια ομήρους, μαζί με άλλους Έλληνες από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και τους πήγαν στην Βάρνα της Βουλγαρίας. Εκεί υπέφεραν τα πάνδεινα. Πολλούς από αυτούς τους πήγαν μέσω Δούναβη στην Σερβία κοντά στο Βελιγράδι σε στρατόπεδα εργασίας. Τους έβαλαν να δουλεύουν στα χωράφια, στην κατασκευή δρόμων και σε διάφορα εργοστάσια ζαχάρεως. Οι όμηροι αυτοί οι οποίοι ήταν χιλιάδες, απελευθερώθηκαν στο τέλος του 1919 μετά την συνθηκολόγηση των Βουλγάρων από τμήμα Ευζώνων που πήγε στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας στην Βάρνα με πλοίο και τους μετέφερε στην Καβάλα. Κατά την επιστροφή έξι άνδρες κατέβηκαν από το πλοίο στην Κωνσταντινούπολη και πήγαν στην Πλαβού για να δουν σε τι κατάσταση βρίσκεται το χωριό και εάν μπορούν να επιστρέψουν. Οι Βούλγαροι όμως τους συνέλαβαν και αφού τους ξυλοκόπησαν τους έδιωξαν. Γύρισαν στην Θεσσαλονίκη σε άθλια κατάσταση.
Διακόσιες πενήντα περίπου οικογένειες κατέβηκαν από το πλοίο στον Πειραιά.
Μερικές έμειναν στην Αθήνα και οι άλλες πήγαν στην περιοχή της Λαμίας. Στο Κωσταλέξι, στο Σταυρό, στην Ροδίτσα και στην Αταλάντη οι περισσότερες. Οι άνδρες που ήταν από είκοσι μέχρι σαράντα χρονών επιστρατεύτηκαν αμέσως από τον Ελληνικό Στρατό και πολέμησαν στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο εναντίων των Βουλγάρων στις μάχες του Κιλκίς – Λαχανά από 19 μέχρι 23 Ιουνίου του 1913.
Το 1918 λόγω της γρίπης και της ελονοσίας που μάστιζε την περιοχή της Λαμίας αποφάσισαν να φύγουν για ποιο υγιεινά μέρη κατόπιν και της υποδείξεως του γιατρού Παναγιώτη Πεταλά, ο οποίος ήταν και αυτός Πλαβιώτης . Έτσι από το 1918 άρχισαν ομάδες- ομάδες να φεύγουν από την Λαμία με προορισμό κυρίως το Ζευγολατιό και τα Κάτω Πορόια Σερρών. Η μετακίνηση αυτή κράτησε μέχρι το 1925 που έφυγαν και οι τελευταίοι που είχαν αποφασίσει να φύγουν. Έμειναν λίγες οικογένειες στην Λαμία, κάποιοι που τακτοποιήθηκαν πολύ καλά με τις δουλειές τους, ανοίγοντας εμπορικά καταστήματα στην Λαμία και στην Λιβαδιά, μερικοί ηλικιωμένοι και οι κοπέλες που παντρευτήκαν με ντόπιους στα έξη περίπου χρόνια που έμειναν στην Λαμία. Στην Θεσσαλία που έμεινε η πρώτη ομάδα δέκα ημέρες σε κάποιο χωριό για ξεκούραση επειδή ήταν πολύ εξαντλημένοι, πέθαναν από την γρίπη 20 άτομα σε ένα βράδυ. Οι πρώτοι που πήγαν στην Θεσσαλονίκη βρήκαν την πόλη σε άθλια κατάσταση από την πυρκαγιά που είχε καταστρέψει σχεδόν όλη την πόλη το 1917 και έτσι μη μπορώντας να βρουν δουλειά τριάντα περίπου οικογένειες πήγαν στα Κάτω Πορόια και ογδόντα στο Ζευγολατιό Σερρών. Ενώθηκαν έτσι με τους χωριανούς τους οι οποίοι ήταν ήδη εγκατεστημένοι στα χωριά αυτά.
Οι υπόλοιποι λίγοι Πλαβιώτες που έμειναν στην Πλαβού έφυγαν τον Μάιο του 1914 μαζί με τους Ακαλανιώτες και τους άλλους Έλληνες των γύρω χωριών που έμειναν τελευταίοι. Πήγαν με τα πόδια στο Σουφλί και από εκεί με τραίνο στην Θεσσαλονίκη.
Μια μεγάλη ομάδα οικογενειών αποτελούμενη από 10 Πλαβιώτικες και 40 περίπου Ακαλανιώτικες στάλθηκαν από την Θεσσαλονίκη, με φορτηγό ατμόπλοιο, στη νήσο Σκόπελο. Το ταξίδι ήταν πραγματικό μαρτύριο, γιατί πρώτη φορά στη ζωή τους ταξίδευαν στην θάλασσα, ο καιρός δεν ήταν καλός και είχε φουρτούνα.
Οι Σκοπελίτες, καλόκαρδοι και φιλόξενοι, δέχτηκαν τους πρόσφυγες και τους βοήθησαν όσο μπορούσαν. Δουλειές δεν υπήρχαν και έτσι οι άνδρες διασκορπίστηκαν στην Εύβοια , στα μεταλλεία λευκόλιθου στο Μαντούδι, και στη Στερεά Ελλάδα κοντά στους άλλους Πλαβιώτες που ήταν ήδη εγκαταστημένοι στη περιοχή της Λαμίας, από την προηγούμενη χρονιά. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους έμειναν στην Σκόπελο. Εκεί τους βρήκε και ο αποκλεισμός του νησιού από τους Αγγλογάλλους το 1917. Οι οικογένειες των προσφύγων υπέφεραν πολύ τότε από την έλλειψη ψωμιού και τροφίμων. Όταν έληξε ο αποκλεισμός σιγά-σιγά άρχισαν να φεύγουν από το νησί και να ανταμώνουν με τους χωριανούς και τους συγγενείς τους που βρίσκονταν ήδη σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας.
Το 1919 όταν ο Ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Δυτική Θράκη πολλοί Πλαβιώτες πήγαν στην περιοχή του Σουφλίου ελπίζοντας ότι θα ελευθερωθεί και η Πλαβού αλλά μάταια περίμεναν. Δυστυχώς τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων ήταν διαφορετικά. Έτσι αφού διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους επέστρεψαν πίσω στα χωριά τους.
Εγκαταστάθηκαν επίσης Πλαβιώτες και σε πολλά άλλα μέρη. Αλλού προσωρινά και αλλού μόνιμα, όπως στο Θολό και στην Μαυροθάλασσα Σερρών, στις Σέρρες, στο Κιλκίς, στην Φτελιά, στα Λευκόγεια και στα Κοκκινόγεια Δράμας, στη Δράμα, στο Δρυμό Θεσσαλονίκης, στην Κομοτηνή και στην Θεσσαλονίκη. Μέχρι το 1922 έγιναν πολλές μετακινήσεις Πλαβιωτών μεταξύ των χωριών που προαναφέραμε και ειδικά μεταξύ Κάτω Ποροϊων και Ζευγολατιού. Μετά όμως από το 1922 όταν ήρθαν και οι άλλοι πρόσφυγες και γέμισαν όλα σχεδόν τα σπίτια που άφησαν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, σταμάτησε και αυτή η μετακίνηση αφού οι παρουσιαζόμενες ευκαιρίες για καλά μέρη δεν ήταν πλέον πολλές. Έτσι έχασαν και την τελευταία ελπίδα να γυρίσουν πίσω στην Πλαβού. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν την πορεία και την μοίρα των άλλων Ελλήνων προσφύγων, Ποντίων και Μικρασιατών ξεκινώντας την ζωή τους από την αρχή.
Απόστολος Γ. Μαβινίδης