Tο φαρμάκι του ξεριζωμού αντικατέστησε τα εύγευστα κρασιά, οταν οι πρόσφυγες διώχτηκαν από τις πατρίδες τους. Aνέκδοτη φωτγραφία. (Aρχείο Πολιτιστικού Συλλόγου Nέας Mεσημβρίας)
Στις χαμένες πατρίδες…Μαρτυρίες για την αμπελοκαλλιέργεια στην Ανατολική Θράκη από αφηγήσεις προσφύγων.
Tης Eλένης Σπαθάρη – Mπεγλίτη
Δόκτορος Λαογραφίας
ΓΝΩΣΤΟΙ οι Θράκες από την αρχαιότητα
για την οινοποσία τους με άκρατο οίνο -αν και στη σύγχρονη εποχή τον
μετρίασαν, λέγοντας μάλιστα όποιος μήνας χωρίς «ρο», το κρασί με το
νερό, μα όποιος μήνας με το «ρο», το κρασί χωρίς νερό. Τους έμελλε
ωστόσο να πιουν μέχρι τον πάτο το φαρμάκι του ξεριζωμού: «Oκάδες το
φαρμάκι / το ήπιαμε στη Θράκη», λέει ο θρακιώτης ποιητής.
Με την υπογραφή της Συνθήκης των
Μουδιανών, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εκκενώθηκε ο θρακικός χώρος,
με αποτέλεσμα την αποδόμηση των ελληνικών κοινοτήτων και τη διακοπή της
πολιτισμικής τους συνέχειας. H παράδοση λοιπόν στη μεταβίβαση των
γνώσεων και τεχνικών καλλιέργειας της αμπέλου και την παραγωγή οίνου,
στη χρήση εργαλείων και σκευών, τα σχήματα των οποίων παγιώθηκαν από την
εμπειρία της επαναλαμβανόμενης χρήσης τους, καθώς και τα έθιμα και οι
γιορτές που διέκοπταν τη μονότονη ροή του ενιαυτού και διχοτομούσαν το
χρόνο στη σήμανση των πριν και μετά τον τρύγο γεγονότων, διεκόπησαν.
Αφηγήσεις
Οι αφηγήσεις των προσφύγων έρχονται
να καλύψουν το κενό που δημιούργησε η έλλειψη πηγών για τον καθημερινό
βίο των Ελλήνων της ανατολικής και βορείου Θράκης. H παρουσίαση
στοιχείων από την περιοχή Σαράντα Εκκλησιών αναδεικνύει τον πλούτο των
γνώσεων που μπορούν να συγκεντρώσουν ο ιστορικός και ο λαογράφος.
Οι Σαράντα Εκκλησίες, με τα ελαφρώς επικλινή αμμοαργιλώδη κόκκινα χώματα, τα αμπελοχώματα, περιβάλλονταν από αμπέλια. Οι εργασίες σ’ αυτά άρχιζαν από το Φεβρουάριο, με το τσάπισμα του χώματος –κοινώς «ναντάζ»– με δικέλι, που αναλάμβανε ο «μπαγτζής». Αφαιρούσε την αγριά και τις πέτρες, που τις συγκέντρωνε σε «πετροκουμλιές» στις άκρες του χωραφιού. Πληρωνόταν 4 με 6 γρόσια, με λίρα Tουρκίας 139 γρόσια. Για να γίνει το φύτεμα των αμπελιών, οι μπαγτζήδες έπιαναν «τσαπ» μ’ ένα σπάγγο, δηλαδή βάζανε σημάδια στη γραμμή του σπάγγου κάθε δυο βήματα, άνοιγαν τρύπες και φύτευαν βέργες «τσιμλετισμένες» –μουλιασμένες– για να πιάσουν οι ρίζες, σε τετράγωνα 40 επί 40 πόδια, τα «αυλάκια». Κάθε αυλάκι απέδιδε έναν ληνό σταφύλι. Το κλάδεμα γινόταν με «σβανάδες» –είδος πριονιού εγχώριας κατασκευής– από ειδικούς, οι οποίοι άφηναν μάτια «αναλόγως του πόσον έπρεπε να φορτώσει το κούρβαλο».
Οι Σαράντα Εκκλησίες, με τα ελαφρώς επικλινή αμμοαργιλώδη κόκκινα χώματα, τα αμπελοχώματα, περιβάλλονταν από αμπέλια. Οι εργασίες σ’ αυτά άρχιζαν από το Φεβρουάριο, με το τσάπισμα του χώματος –κοινώς «ναντάζ»– με δικέλι, που αναλάμβανε ο «μπαγτζής». Αφαιρούσε την αγριά και τις πέτρες, που τις συγκέντρωνε σε «πετροκουμλιές» στις άκρες του χωραφιού. Πληρωνόταν 4 με 6 γρόσια, με λίρα Tουρκίας 139 γρόσια. Για να γίνει το φύτεμα των αμπελιών, οι μπαγτζήδες έπιαναν «τσαπ» μ’ ένα σπάγγο, δηλαδή βάζανε σημάδια στη γραμμή του σπάγγου κάθε δυο βήματα, άνοιγαν τρύπες και φύτευαν βέργες «τσιμλετισμένες» –μουλιασμένες– για να πιάσουν οι ρίζες, σε τετράγωνα 40 επί 40 πόδια, τα «αυλάκια». Κάθε αυλάκι απέδιδε έναν ληνό σταφύλι. Το κλάδεμα γινόταν με «σβανάδες» –είδος πριονιού εγχώριας κατασκευής– από ειδικούς, οι οποίοι άφηναν μάτια «αναλόγως του πόσον έπρεπε να φορτώσει το κούρβαλο».
Είκοσι μέρες πριν από τον τρύγο,
έβγαζαν τους ληνούς από τα κρασομάγαζα. «Ληνός, σύμφωνα με τον αφηγητή,
θα πει κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδια με ξύλο καβακίου», ξύλο που
λυγάει χωρίς να σπάει και που είναι συνάμα ελαφρύ. Οι ληνοί διηρούντο σε
κατηγορίες, τους «αϊλάδες, εβσάτιδες, εδνάδες», που τους έσερναν βόδια ή
βουβάλια, και τους αλογοληνούς ή γαϊδουροληνούς», τους οποίους έσερναν
άλογα και γαϊδούρια αντιστοίχως. Έσφιγγαν τις κλειδώσεις του ληνού, τον
«καλαφατλάτιζαν» δηλαδή έφραζαν με σχοινί από λινάρι τις χαραμάδες του,
και τον έβρεχαν καθημερινά μέχρις ότου φουσκώσουν τα ξύλα και φράξουν οι
χαραμάδες.
Στην περιοχή Αδριανουπόλεως,
ονομαζόταν και «σιαραπανές ή χιλιόκαδος ληνός», γιατί χωρούσε χίλιες
περίπου οκάδες σταφύλι. Μεταφερόταν στα χωράφια με τη ληνάμαξα, για να
φορτωθεί με σταφύλι. Aπό το «στουράκι» –το άνοιγμά του–, θα κυλήσει στο
«μετάκι» –σ’ ένα κάδο δηλαδή– ο πρώτος και καλύτερος μούστος για το
πετιμέζι. O «μπουζουντζής» πατούσε το σταφύλι μέσα στους ληνούς, ο
μούστος έτρεχε στις «γκιουγούμες» –πήλινες στάμνες– και μεταφερόταν στα
βαρέλια, τοποθετημένα ορθά και με το «τουμπάνι« –το ένα πλαϊνό –
αφαιρεμένο.
Στις δέκα μέρες, τραβούσαν το κατασταλαγμένο μαύρο κρασί και ξαναπατούσαν τα τσίπουρα που έμεναν μέσα. Έβραζαν μέρος του μούστου για να φτιάξουν τα «μουσελέζια», κρασιά με δυνατό χρώμα, άρωμα και γεύση, τα οποία σε 2-3 χρόνια έμοιαζαν με κρασιά 15 ετών. Το δε βαρέλι, προτού χρησιμοποιηθεί, θειαφιζόταν με θειάφι, που καίονταν στο εσωτερικό του βαρελιού έως του αφαιρεθεί ο ατμοσφαιρικός αέρας.
ΠοικιλίεςΣτις δέκα μέρες, τραβούσαν το κατασταλαγμένο μαύρο κρασί και ξαναπατούσαν τα τσίπουρα που έμεναν μέσα. Έβραζαν μέρος του μούστου για να φτιάξουν τα «μουσελέζια», κρασιά με δυνατό χρώμα, άρωμα και γεύση, τα οποία σε 2-3 χρόνια έμοιαζαν με κρασιά 15 ετών. Το δε βαρέλι, προτού χρησιμοποιηθεί, θειαφιζόταν με θειάφι, που καίονταν στο εσωτερικό του βαρελιού έως του αφαιρεθεί ο ατμοσφαιρικός αέρας.
Πλούσια η ποικιλία των σταφυλιών
στις Σαράντα Εκκλησίες: παμίτια, τσαούσια, αλπεχλιβάνια, μορλούκια,
ραζακιά, στυφά, μοσχάτα, κρισάγια, ροδίτες, τσουμπιανιές, αλλά κυρίως το
φημισμένο «παπάς – καρασί», μαύρο σταφύλι με πολλή τανίνη, που έφτιαχνε
μαύρο κρασί «μπογιαμάδες» με οινόπνευμα 12 βαθμών. Με βράσιμο νερού με
τσίπουρα στα τσουπροκάζανα, έφτιαχναν σούμα 16 βαθμών, την οποία με νέα
απόσταξη μετέτρεπαν σε ρακιά, τις «μπάτες».
Με βρασμένο και θειαφισμένο άσπρο πετιμέζι έφτιαχναν και «κιουρκιουρτλίδικο», το οποίο πάλι, αναμεμειγμένο με κομμένα φρούτα σ’ ένα κάδο μετατρεπόμενο μέσα σ’ ένα μήνα σε «χαρδαλιές», ποτό χωρίς οινόπνευμα για τους Τούρκους. O τρυγητός ήταν το επιστέγασμα της γενικότερης εσοδείας, που άρχιζε με το θέρισμα και το αλώνισμα και συντελούσε στο να υπάρχει το χειμώνα ο «ζαχερές» του σπιτιού: τραχανάδες, γιοφκάδες, μουστολαμπάδες, λουκάνικα, σουντζούκια από πελτέ, κρεμαστά σταφύλια και πετιμέζια.
Με βρασμένο και θειαφισμένο άσπρο πετιμέζι έφτιαχναν και «κιουρκιουρτλίδικο», το οποίο πάλι, αναμεμειγμένο με κομμένα φρούτα σ’ ένα κάδο μετατρεπόμενο μέσα σ’ ένα μήνα σε «χαρδαλιές», ποτό χωρίς οινόπνευμα για τους Τούρκους. O τρυγητός ήταν το επιστέγασμα της γενικότερης εσοδείας, που άρχιζε με το θέρισμα και το αλώνισμα και συντελούσε στο να υπάρχει το χειμώνα ο «ζαχερές» του σπιτιού: τραχανάδες, γιοφκάδες, μουστολαμπάδες, λουκάνικα, σουντζούκια από πελτέ, κρεμαστά σταφύλια και πετιμέζια.
Με τις αφηγήσεις των προσφύγων,
μπορούμε λοιπόν ν’ αναπαραστήσουμε μια πλούσια πολιτισμική διατροφική
παράδοση της «εν κοινωνία ζωής των ανθρώπων». O ξεριζωμός επέφερε την
εκμηδένισή της και ως απτής πραγματικότητας και ως περιρρέουσας
ατμόσφαιρας. Πικρή και βίαιη αυτή η εκμηδένιση, θα μας την αφηγηθεί ο
πρόσφυγας: «Θυμάμαι καλά πως τέλος Σεπτεμβρίου, κάθε
θρακιώτικο σπίτι είχε τα πιθάρια και τα λαγήνια γεμάτα πετιμέζι και γλυκά. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1922, αφήσαμε τ’ αμπάρια μας γεμάτα σιτηρά, τους κάδους γεμάτους μούστο και πετιμέζι και πήραμε το δρόμο προς τον Έβρο ποταμό (…). Οι χωριανοί μου περνούν δίπλα από τα φρεσκοτρυγημένα αμπέλια, τα βλέπουν για τελευταία φορά. Προχωρήσαμε. Εκεί, στην οδική γέφυρα του Έβρου, συγκεντρωθήκαμε, ατέλειωτο καραβάνι, όλοι εμείς οι εκπατρισμένοι Θράκες και υπό ραγδαία βροχή, δακρύζοντες, ψιθυρίζουμε κάτι σαν τα λόγια του Θρακιώτη ποιητή: “Γύρισα ρόδινη νεφέλη / στο πατρικό μου πίσω αμπέλι / τ’ άγιο χώμα να φιλήσω / με δάκρυα να το ραντίσω…”».
θρακιώτικο σπίτι είχε τα πιθάρια και τα λαγήνια γεμάτα πετιμέζι και γλυκά. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1922, αφήσαμε τ’ αμπάρια μας γεμάτα σιτηρά, τους κάδους γεμάτους μούστο και πετιμέζι και πήραμε το δρόμο προς τον Έβρο ποταμό (…). Οι χωριανοί μου περνούν δίπλα από τα φρεσκοτρυγημένα αμπέλια, τα βλέπουν για τελευταία φορά. Προχωρήσαμε. Εκεί, στην οδική γέφυρα του Έβρου, συγκεντρωθήκαμε, ατέλειωτο καραβάνι, όλοι εμείς οι εκπατρισμένοι Θράκες και υπό ραγδαία βροχή, δακρύζοντες, ψιθυρίζουμε κάτι σαν τα λόγια του Θρακιώτη ποιητή: “Γύρισα ρόδινη νεφέλη / στο πατρικό μου πίσω αμπέλι / τ’ άγιο χώμα να φιλήσω / με δάκρυα να το ραντίσω…”».
Εφημερίδα «Καθημερινή», Επτά Ημέρες, 17 Οκτωβρίου 1993. Αφιέρωμα «ΣΑΡΑΝΤΑ ΑΙΩΝΕΣ ΚΡΑΣΙ».
Σύντομος σύνδεσμος -shortlink- άρθρου: http://wp.me/p4otm4-7h