10-03-2017
Όπως κάθε 10η του Μάρτη, έτσι και σήμερα, σ’ αυτήν εδώ τη Γη
γιορτάζει η τσαμπούνα, το τουλούμι, η ασκομαντούρα, γιορτάζει η δική μας
γκάιντα!
Και ποιός δεν έχει ξεσηκωθεί από τον ήχο της, και ποιός δεν έχει
ανατριχιάσει από τους λυγμούς της, και ποιός δεν έχει συγκινηθεί
μνημονεύοντας τα παλιά της μεγαλεία.
Παλιά… αλλά πόσο παλιά; Τότε που καφτάνια και
σαρίκια είχαν την τιμητική τους ή ακόμη παλιότερα; Μήπως τότε που οι
μύθοι των ολύμπιων θεών δεν ήταν απλώς παραμυθάκια ικανά να αποκοιμίσουν
αθώες νεογέννητες ψυχούλες, αλλά μέθοδος εξήγησης κάθε τι καινούριου;
Μια ματιά στον παρακάτω μύθο της εβρίτικης γκάιντας ίσως βοηθήσει τον καθένα από σας να δώσει την δική του απάντηση.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, η θεά Αθηνά θέλησε να περπατήσει στην
εξοχή. Κάπου εκεί, περιπλανώμενη ανάμεσα στο χαμομήλι και την πρασινάδα,
αποφάσισε να μάθει να παίζει τον αυλό. Γεμάτη χαρά κάθισε έτσι στην
όχθη του ποταμιού που έρεε λίγο παραπέρα σ’ εκείνο το λιβάδι και
δειλά-δειλά δαχτύλισε τις πρώτες της νότες. Ωσάν μοιραίο γεγονός, σ’ ένα
διάλειμμα του νου, το βλέμμα έπεσε άθελα της στο παραμορφωμένο από το
ποταμίσιο νερό είδωλο της.
Ω! τί της έμελε να πάθει η καημένη!
Τόσο πολύ
εκνευρίστηκε η Αθηνά Παλλάδα που πέταξε με περισσό γινάτι τον αυλό της
στο ποτάμι.
Το ρεύμα του ποταμού παρέσυρε τον αυλό και τον έφερε στα χέρια του
Σάτυρου ονόματι Μαρσύα, ο οποίος ξεκίνησε με τα λίγα και τα πολλά, να
συνθέτει τα πρώτα του μελωδικά σύνολα.
Λέγεται δε ότι ήταν τόσο όμορφες οι μουσικές του, που ανταγωνίζονταν στο παίξιμο τον Ορφέα.
Συνεχίζοντας αυτόν εδώ το μύθο, χρήσιμο στοιχείο της πλοκής είναι
επίσης, ότι ο Μαρσύας ως κλασσικό ανθρωπόμορφο από τη μέση και πάνω και
τραγόμορφο από τη μέση και κάτω πλάσμα, είχε κι αυτός μεγάλη ιδέα για
τον εαυτό του.
Έτσι αυτή η εξαιρετικά γρήγορη μουσική πρόοδος του, δεν
άργησε να εξελιχθεί σε πυροτέχνημα αλαζονείας και υπεροψίας, αφού ο
πρωταγωνιστής μας τόλμησε να ξεστομίσει, ότι θεωρεί τον εαυτό του
καλύτερο από τον Απόλλωνα.
Έξαλλος ο θεός της μουσικής, ευθύς μόλις το άκουσε, προκάλεσε τον
θρασύ φίλο του Διόνυσου σε διαγωνισμό με κριτές τις Μούσες.
Οι κανόνες
ήταν σαφείς: Αν κέρδιζε ο Μαρσύας, θα γινόταν αθάνατος. Αν όμως έχανε, ο
Απόλλων θα τον έγδερνε ζωντανό με τα ίδια του τα χέρια, ως τιμωρία για
την ύβρη που είχε αποτολμήσει προς το πρόσωπο του.
Ο πρώτος γύρος στον αγώνα αυτό, παρά την εύνοια που είχε εξασφαλίσει ο θεός, τοποθετώντας στη θέση του κριτή τις αδερφές του,
βρήκε τις δύο πλευρές ισόπαλες.
Έτσι ο Απόλλων, που δεν θα άντεχε την
ήττα σε καμία περίπτωση, σκεπτόμενος πονηρά, πρόσθεσε στον επόμενο γύρο
και το τραγούδι από ανθρώπινη λαλιά.
Ως αναμενόμενη εξέλιξη, ο θεός Απόλλων παίζοντας τη λύρα του και
τραγουδώντας το πιο γλυκό τραγούδι, κέρδισε!
Αντίθετα ο δύσμοιρος
Μαρσύας, όντας αδύνατον να τραγουδά κανείς παίζοντας παράλληλα ένα
πνευστό όργανο, καταδικάστηκε σε γδάρσιμο.
Ο Απόλλων λέγεται ότι πέταξε το τραγίσιο δέρμα του και τον αυλό στον ποταμό Έβρο.
Για αυτό λοιπόν οι Εβρίτες στη μνήμη του Μαρσύα και για να μην χάσει
ποτέ ξανά κανείς σε αγώνα μουσικής και τραγουδιού παράλληλα,
κατασκεύασαν τον μαρσυαυλό ή άλλως την γκάιντα.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς που σήμερα αφουγκραζόμαστε κάθε της ήχο ακόμη καλύτερα.
Είτε πιστεύετε πάντως είτε όχι στους μύθους, τους περισσότερους από
σας υποθέτω, δεν απασχόλησε ποτέ η προέλευση και η σημασία της γκάιντας,
παρά το γεγονός ότι μπορεί και να έχετε διασκεδάσει, ερωτευτεί, πονέσει
παρέα με τη μελωδίας της.
Μήπως όμως στην εποχή που η γκάιντα γίνεται
το βασικό όργανο του μουσικού μας σχολείου, κάτι τέτοιο ανάγεται σε
απολύτως αναγκαίο;
Όπως και να έχει, ας ευχηθούμε χρόνια πολλά στη γκάιντα, στην
μοναδική Θράκα γυναίκαν, οἷα γιγνώσκει ὡς μηδέποτε ἀπατηθεῖ ὑπό τοῦ
συζύγου τῆς, αφού αυτή μόνη πάντα θα γεύεται με το ίδιο κάθε φορά πάθος
τα χείλη του, αυτή μόνη πάντα θα χορταίνει μέχρι το τέλος τις ανάσες
του, αυτής το ξύλινο κορμάκι θα θωπεύει δια δαχτύλων πάντα εκείνος.
Ελένη Τσακαλδήμη