Από το βιβλίο του κ.Απόστολου Μαικίδη "Μανδρίτσα''
Η Μανδρίτσα κατοικούνταν από Έλληνες έως το 1913 .
Με τη συνθήκη του Νιεγυ, η Μανδρίτσα δόθηκε στην Βουλγαρία, οι Μανδριτσιώτες προτίμησαν τον εκπατρισμό από τον εκβουλγαρισμό .
Παρακάτω περιγράφονται τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων όπως γιορταζόταν, μέχρι το 1913 στην Μανδρίτσα της β.Θράκης .
"Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα δέν είχαν την σημερινή μορφήν που αρχίζουν από τα ξημερώματα της παραμονής. Τα παιδιά τότε,συνήθως μεγάλης ηλικίας, πήγαιναν από νωρίς στο δάσος και ετοιμάζανε τις τσουμακες με τις όποιες θα κτυπούσαν τις πόρτες στις νυκτερινές ώρες.
Την νύκτα τής παραμονής, γύρω στα μεσάνυχτα, συγκεντρώνονταν όλοι στην πλατέα -Αμπάρι- εκεί πού υπήρχαν άλλοτε ξύλινες κοινοτικές αποθήκες, και απ εκεί ξεκινούσαν κατά παρέες δια τους διάφορους μαχαλάδες για να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Ή επιλογή' της ώρας αυτής είχε και τον σκοπόν να ξυπνήσει ό κόσμος από τα κτυπήματα στις πόρτες με τις τσουμάκες και με τις φωνές κόλλεντα, για να ετοιμασθεί ό κόσμος για την εκκλησίαν, ή όποια ηρχιζεν στις 3 ή ώρα για να τελείωση ή λειτουργία με την αύγην των Χριστουγέννων.
"Όταν έτελειωνεν ή ειδοποίησις αυτή, τα παιδιά ήδη είχαν γεμίσει τους τροβάδες μέ καρύδια, αμύγδαλα και κομμάτια χοιρινού κρέατος από την πρόσφορα των νοικοκυράδων και αρκετά νομίσματα για τα έξοδα τού γλεντιού πού θα γίνονταν κοινόν άπ΄όλες τις παρέες την Πρωτοχρονιά. Οι ίδιες παρέες, την φοράν όμως αυτήν είχαν μαζί των και μικρότερα παιδάκια, διότι ήταν ήδη μέρα,το πρωί της Πρωτοχρονιάς γύριζαν στα σπίτια για να ευχηθούν τα χρόνια πολλά και το ποδαρικό το έκαμναν τα μικρότερα αγοράκια, διότι η παιδική αγνότητα σημαίνει πάντα ευτυχίαν.
Τα πρωτοχρονιάτικα Σούρβα εκτός από τα καρύδια, σύκα, αμύγδαλα και σπάνια τζίτζιφα ήσαν πλούσια και από κομμάτια λουκάνικα -κολέτσκα- διότι την εποχή εκείνην και η πλέον φτωχή οικογένεια θα έσφαζε δια τα Χριστούγεννα δικό της γουρούνι, τα δέ λουκάνικα πού έκαμναν, όλοι ανεξαιρέτως, θα τα δοκίμαζαν δια πρώτην φοράν την Πρωτοχρονιάν. Οι Βασίληδες, στα κεράσματα δια την γιορτην τους, απαραίτητον μεζέν του κρασιού είχαν τα λουκάνικα.
Ό φωτισμός των Θεοφανίων γινόταν εμπράκτος και όχι μόνον με λόγια. Τα παιδάκια με το ποτήρι η καφέ μπρίκι στο χέρι, ράντιζαν τον κόσμον με ένα κλωναράκι βασιλικόν λέγοντας συγχρόνως το τροπάριον της ημέρας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σού Κύριε κλπ." και γέμιζαν το ποτηράκι η τον τζεσβέν με διάφορα κέρματα με τα όποια εξασφάλιζαν τα σιμίτια και ζαχαρούδια. Δια τους μεγάλους αί άγιες αυτές μέρες ήσαν χαρές και πανηγύρια με τις συνεχείς διασκεδάσεις στα μαγαζιά και προ πάντων στα σπίτια όπου διασκέδαζαν τις μεγάλες αυτές χειμωνιάτικες νύχτες. 'Οσάκις ο καιρός επέτρεπε γινόταν ό μεγάλος δημόσιος χορός, πότε στον λαχανόκηπο της εκκλησίας και πότε στο αμπάρι και στους διάφορους μαχαλάδες."
Η Μανδρίτσα κατοικούνταν από Έλληνες έως το 1913 .
Με τη συνθήκη του Νιεγυ, η Μανδρίτσα δόθηκε στην Βουλγαρία, οι Μανδριτσιώτες προτίμησαν τον εκπατρισμό από τον εκβουλγαρισμό .
Παρακάτω περιγράφονται τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων όπως γιορταζόταν, μέχρι το 1913 στην Μανδρίτσα της β.Θράκης .
"Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα δέν είχαν την σημερινή μορφήν που αρχίζουν από τα ξημερώματα της παραμονής. Τα παιδιά τότε,συνήθως μεγάλης ηλικίας, πήγαιναν από νωρίς στο δάσος και ετοιμάζανε τις τσουμακες με τις όποιες θα κτυπούσαν τις πόρτες στις νυκτερινές ώρες.
"Όταν έτελειωνεν ή ειδοποίησις αυτή, τα παιδιά ήδη είχαν γεμίσει τους τροβάδες μέ καρύδια, αμύγδαλα και κομμάτια χοιρινού κρέατος από την πρόσφορα των νοικοκυράδων και αρκετά νομίσματα για τα έξοδα τού γλεντιού πού θα γίνονταν κοινόν άπ΄όλες τις παρέες την Πρωτοχρονιά. Οι ίδιες παρέες, την φοράν όμως αυτήν είχαν μαζί των και μικρότερα παιδάκια, διότι ήταν ήδη μέρα,το πρωί της Πρωτοχρονιάς γύριζαν στα σπίτια για να ευχηθούν τα χρόνια πολλά και το ποδαρικό το έκαμναν τα μικρότερα αγοράκια, διότι η παιδική αγνότητα σημαίνει πάντα ευτυχίαν.
Τα πρωτοχρονιάτικα Σούρβα εκτός από τα καρύδια, σύκα, αμύγδαλα και σπάνια τζίτζιφα ήσαν πλούσια και από κομμάτια λουκάνικα -κολέτσκα- διότι την εποχή εκείνην και η πλέον φτωχή οικογένεια θα έσφαζε δια τα Χριστούγεννα δικό της γουρούνι, τα δέ λουκάνικα πού έκαμναν, όλοι ανεξαιρέτως, θα τα δοκίμαζαν δια πρώτην φοράν την Πρωτοχρονιάν. Οι Βασίληδες, στα κεράσματα δια την γιορτην τους, απαραίτητον μεζέν του κρασιού είχαν τα λουκάνικα.
Ό φωτισμός των Θεοφανίων γινόταν εμπράκτος και όχι μόνον με λόγια. Τα παιδάκια με το ποτήρι η καφέ μπρίκι στο χέρι, ράντιζαν τον κόσμον με ένα κλωναράκι βασιλικόν λέγοντας συγχρόνως το τροπάριον της ημέρας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σού Κύριε κλπ." και γέμιζαν το ποτηράκι η τον τζεσβέν με διάφορα κέρματα με τα όποια εξασφάλιζαν τα σιμίτια και ζαχαρούδια. Δια τους μεγάλους αί άγιες αυτές μέρες ήσαν χαρές και πανηγύρια με τις συνεχείς διασκεδάσεις στα μαγαζιά και προ πάντων στα σπίτια όπου διασκέδαζαν τις μεγάλες αυτές χειμωνιάτικες νύχτες. 'Οσάκις ο καιρός επέτρεπε γινόταν ό μεγάλος δημόσιος χορός, πότε στον λαχανόκηπο της εκκλησίας και πότε στο αμπάρι και στους διάφορους μαχαλάδες."