Οι Πλαβιώτες και το χωριό τους
Συντάχθηκε απο τον/την Mavinidis A.
http://www.blogger.com/goog_975056868
Πολλοί λαοί, βάρβαροι πέρασαν και κατέκτησαν κατά καιρούς τη Θράκη. Κατέβαλαν επίμονες προσπάθειες να αλλοιώσουν τον εθνολογικό της χαρακτήρα. Ούτε η διάρκειας 500 ετών Τουρκοκρατία, ούτε οι Σλαβικές επιδρομές, ούτε τελευταία, οι σκληρότητες των κομιτατζήδων στάθηκαν ικανές να λυγίσουν την Ελληνική θρακική ψυχή. Αδιάψευστα στοιχεία της αλήθειας αυτής μας παρέχουν τα διασωθέντα Ελληνικά χωριά της Βορειοδυτικής Θράκης. Χωριά Ελληνικά με Ελληνικό πληθυσμό που διατήρησε την Εθνική του συνείδηση και τα Ελληνικά ήθη και έθιμα αγνά. Τα χωριά αυτά βρίσκονται σήμερα υπό Βουλγαρική κατοχή. Ο πληθυσμός τους κατέφυγε και εγκαταστάθηκε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, στα σπίτια όμως των χωριών αυτών κατοικούν σήμερα Βούλγαροι.
Επί Τουρκοκρατίας τα χωριά αυτά υπάγονταν διοικητικώς στην Υποδιοίκηση (καζάς) Ορτάκιοι, του Νομού (βιλαετίου) Αδριανουπόλεως και θρησκευτικώς στη Μητρόπολη Λιτίτσης, εκτός από την Μανδρίτσα που υπαγόταν θρησκευτικώς στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Τα άλλα Ελληνικά χωριά της περιοχής που προσαρτίστηκαν στην Βουλγαρία το 1913 μαζί με την Πλαβού ήταν, το Ορτάκιοι, πόλις πρωτεύουσα της Υποδιοικήσεως και έδρα του Μητοπολίτη Λιτίτσης, η Λίτιτσα, η Μανδρίτσα, το Ακ-Αλάν, η Παληοκράβα, το Καράτεπες, η Λιμπαβού, το Τσεκερδεκλή, το Κετενλή και το Αηδονοχώρι ή (Γκαϊδουχώρι.
Η Πλαβού όπως είπαμε ήταν και είναι χωριό της Βορειοδυτικής Θράκης. Βρίσκεται σήμερα εντός της Βουλγαροκρατούμενης Θρακικής περιοχής και απέχει από την Αδριανούπολη έξι ώρες με τα πόδια, από το Ορτάκιοϊ, δυόμιση ώρες με τα πόδια και από το Σουφλί τεσσεράμισι ώρες με τα πόδια. Ήταν ένα από τα τελευταία Ελληνικά χωριά προς την μεριά της Βουλγαρίας.
Το όνομα Πλαβού έλεγε ο παππούς μου
ότι το πήρε επειδή το μισό χωριό ήταν στο πλάι του λόφου. Είχε πολύ καλό κλίμα, με βαρύ χειμώνα και υψόμετρο 340 μέτρα.
Το πότε ιδρύθηκε το χωριό δεν είναι γνωστό, δίπλα όμως στην εκκλησία υπάρχει μικρό εκκλησάκι το οποίο χρονολογείται από τον 17ο – 18ο αιώνα. Από διηγήσεις των παλαιοτέρων γνωρίζουμε ότι η καταγωγή των περισσοτέρων κατοίκων ήταν από την περιοχή της Ηπείρου και συγκεκριμένα από τα χωριά του Σουλίου. Όταν ο Τουρκικός στρατός επέστρεψε από την Ήπειρο, όπου είχε πάει να πολεμήσει τον Αλή Πασά, πήρε μαζί του και πολλούς κατοίκους από τα κατεστραμμένα χωριά του Σουλίου και τους εγκατέστησε σε αυτήν την περιοχή της Θράκης.
Από τις αφηγήσεις των παππούδων, ο στρατός αυτός πέρασε μέσα από την Πλαβού και από ότι φαίνεται εγκατέστησε αρκετές οικογένειες στο ήδη υπάρχον μικρό χωριό περίπου το 1800. Ο παππούς μου έλεγε ότι από την Ήπειρο είχε έρθει ο προπάππους του. Πράγμα που χρονολογικά συμφωνεί με αυτήν την εκδοχή. Οι πρόγονοί μας γνώριζαν την περιοχή πριν από την οριστική εγκατάστασή τους στην Πλαβού, διότι περνούσαν από εκεί οι κτίστες που πήγαιναν για δουλειές στην Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη. Στην περιοχή ήταν ήδη εγκατεστημένοι σε διάφορα χωριά Έλληνες Ηπειρώτες Αλβανόφωνοι και Ελληνόφωνοι από την περιοχή της Κορυτσάς.
Από την εγκατάστασή τους και μέχρι το 1908 οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής είχαν αρκετά προνόμια, όπως θρησκευτική ελευθερία, χαμηλή φορολογία, αυτοδιοίκηση, ίδρυση σχολείων, οπλοφορία κλπ.
Μετά όμως την επικράτηση των Νεότουρκων, περιορίστηκαν κατά πολύ αυτά τα προνόμια. Επέβαλαν γενικό αφοπλισμό και έλεγχο στα σχολεία και τις Εκκλησίες. Εκτός αυτού, κατετάγησαν υποχρεωτικά στον Τουρκικό στρατό και οι πρώτοι μη Μωαμεθανοί υπήκοοι, μέσα στους οποίους ήταν και αρκετοί νέοι από την Πλαβού.
Τα χωριό δεν είχε πολλά νερά και έτσι δεν είχε και νερόμυλους. Άλεθαν τα σιτηρά τους στα γύρο χωριά όπου είχαν μύλους, μεταφέροντάς τα με βοϊδάμαξες και πληρώνοντας τον μυλωνά σε είδος από τα αλεσμένα. Νερό έπιναν από μια πηγή-βρύση που είχε πολύ και ωραίο νερό που την έλεγαν Μπαρούχα. Στο χωριό υπήρχαν δύο πηγάδια το νερό των οποίων όμως το χρησιμοποιούσαν μόνο για πλύσιμο οι γυναίκες. Το ποιο κοντινό ρέμα που είχε νερό όλο το χρόνο ήταν 20 λεπτά μακριά από το χωριό και σε αυτό πότιζαν τα ζώα τους οι κτηνοτρόφοι.
Πρώτη φορά που γίνεται ιστορική μνεία για την Πλαβού είναι το 1878 κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο όταν η περιοχή έγινε κέντρο πολεμικών επιχειρήσεων. Την Κυριακή 21 Μαΐου του 1878 τρείς χιλιάδες Πομάκοι Μουσουλμάνοι από τους επαναστάτες της Ροδόπης, επιτέθηκαν στην Πλαβού επειδή την προηγουμένη έφτασε και οχυρώθηκε στην Εκκλησία και στο καμπαναριό ο Βούλγαρος Εθνικιστής επαναστάτης και ληστής Πέτκο βοεβόδα με τους άνδρες του και λίγους κοζάκους από τον Ρωσικό στρατό. Η μάχη κράτησε εννέα ώρες, σκοτώθηκαν διακόσιοι περίπου Μωαμεθανοί αλλά και κατεσφάγησαν αρκετοί κάτοικοι του χωριού άνδρες και γυναίκες οι οποίοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους και δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν. Λεηλατήθηκαν και κάηκαν πολλά σπίτια και αποθήκες. Κατάφεραν όμως κατά την διάρκεια της νύκτας να διαφύγουν και να σωθούν πηγαίνοντας στο Ορτάκιοι και σε άλλα κοντινότερα χωριά. Η βοήθεια που έστειλαν οι Ρώσοι από το Ορτάκιοι έφτασε αφού είχαν αποχωρίσει οι επαναστάτες. Ο Πέτκο Βοεβόδα τραυματίστηκε στο πρόσωπο και νοσηλεύτηκε στην Αδριανούπολη από Ρώσους γιατρούς. Οι Επαναστάτες Πομάκοι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης εξεγέρθηκαν διαμαρτυρόμενοι κατά της Ρωσοβουλγαρικής ηγεμονίας μη μπορώντας να αντέξουν τις άπειρες φρικαλεότητες και ωμότητες των Βουλγάρων κατ’ αυτών.
Ο πρόξενος της Ελλάδας στην Αδριανούπολη Ν. Γεννάδης με έγγραφο που έστειλε στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 24 Μαΐου του 1878 έγραφε:
« Την παρελθούσαν Κυριακήν 21 ισταμένου μηνός πολυάριθμοι Μουσουλμάνοι εκ των λεγομένων επαναστατών της Ροδόπης εισβάλοντες εις το αποκλειστικώς υφ’ Ελλήνων οικούμενον χωρίον Πλαβού έξ ώρας απέχον ΝΔ της Αδριανουπόλεως κειμένης και τρείς ώρας από αυτής απεχούσης ελληνικής κωμοπόλεως Ορτάκιοι , ουκ ολίγους των κατοίκων άνδρας και γυναίκας εφόνευσαν, λεηλατήσαντες δ’αυτό έθεσαν κατόπιν πυρ εις διάφορα μέρη και είτα απήλθαν. Οι κάτοικοι του χωρίου όσοι ηδυνήθησαν να διαφύγωσι της μάχαιρας των κακούργων κατέφυγον εις Ορτάκιοι και άλλα πλησιόχωρα μέρη εν οικτρά καταστάσει. Ο διοικητής του εν Ορτάκιοι ρωσικού στρατιωτικού αποσπάσματος, καίτοι ειδοποιηθείς περί του γεγονότος τούτου την πρωίαν της Κυριακής μόλις την εσπέραν της αυτής ημέρας εξέπεμψεν δύο λόχους πεζικού προς καταδίωξιν των κακούργων οίτινες είχον απέλθει του χωρίου πολύ προ της εκείσε αφίξεως της στρατιωτικής ταύτης δυνάμεως».
Εξαιτίας αυτού του δυσάρεστου γεγονότος μόλις ηρέμισαν τα πράγματα, από το οικόπεδο του παπά Γκιαούρη το οποίο ήταν κοντά στη πλατεία, έσκαψαν σήραγγα 200 μέτρων μέχρι κάτω στα μνήματα. Εκεί μέσα κρυβόταν οι γυναίκες και τα κορίτσια του χωριού σε περίπτωση κίνδυνου. Επίσης χρησίμευε και για έξοδο διαφυγής. Το σύνθημα για τον κίνδυνο που πλησίαζε το έδινε το γρήγορο κτύπημα της καμπάνας. Επίσης οργάνωσαν ένοπλο τμήμα από νέους άνδρες το οποίο φύλαγε το χωριό από τους κομιτατζήδες και διάφορους άλλους ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή της Θράκης. Κάποιος χωριανός έβγαλα και τραγούδι το οποίο εξιστορούσε τα γεγονότα και ξεκινούσε με τον εξής στίχο:
« Στις 21 του μηνός του Αι Κωνσταντή πάτησαν την Πλαβού και σφάξαν τα παλικάρια».
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ-Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ-Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Η Πλαβού το 1912 είχε 250 λιθόκτιστα σπίτια τα περισσότερα διώροφα. Οι οικογένειες ήταν συνήθως μεγάλες γιατί ζούσαν στο ίδιο σπίτι δύο και τρείς γενεές μαζί. Η κατασκευή αυτή των σπιτιών εξυπηρετούσε και την παραγωγή των κουκουλιών. Στον επάνω όροφο ήταν η κύρια κατοικία και στο ισόγειο ο στάβλος για τα μεγάλα ζώα (άλογα, βόδια κλπ). Σε αυτά ζούσαν 350 οικογένειες με 1800 κατοίκους περίπου, όλοι Έλληνες χριστιανοί με Εθνική συνείδηση και Ελληνικά ήθη και έθιμα. Κάθε σπίτι είχε την αυλή του τα περισσότερα δε και μικρούς μπαξέδες στους οποίους καλλιεργούσαν κουκιά, κρεμμύδια, σπανάκια, κολοκύθια κλπ. καθώς και οπωροφόρα δέντρα όπως μηλιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές, βερικοκιές και πάρα πολλές μουριές. Στην αυλή κάθε σπιτιού απαραίτητος ήταν ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού της οικογένειας και το κοτέτσι με κότες, πάπιες και χήνες. Η θέρμανση των σπιτιών γινόταν με τζάκια και μαγκάλια. Τα κρεβάτια ήταν ξύλινα τα στρώματα γεμισμένα με μαλλί και τα σκεπάσματα βαμβακερά το καλοκαίρι και μάλλινα τον χειμώνα που τα ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό. Στο πάτωμα έστρωναν ψάθες και κουρελούδες που τις ύφαιναν και αυτές οι γυναίκες στον αργαλειό. Οι ποιό πλούσιοι έστρωναν και χαλιά αγορασμένα. Το εικονοστάσι ήταν στην ανατολική γωνία του καθιστικού δωματίου, στο κέντρο ο σοφράς και στην γωνία η στάμνα με το νερό και τον μαστραπά απαραίτητα.
Στους δρόμους του χωριού από τους οποίους οι κεντρικότεροι ήταν λιθόστρωτοι, υπήρχαν φυτεμένες ακακίες, φλαμουριές, και μουριές.
Το χωριό είχε μια Εκκλησία, τον Άγιο Παντελεήμονα που κτίστηκε το 1843. Βρισκόταν στο μέσον του χωριού, γιόρταζε στις 27 Ιουλίου και περιβαλλόταν από τοίχο 3 μέτρων περίπου. Τις Κυριακές και γιορτές εκκλησιάζονταν οι Πλαβιώτες οικογενειακώς εκτελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με την πρέπουσα ευλάβεια. Έκαναν πολλές φορές τον σταυρό τους κατά την διάρκεια της ημέρας στρεφόμενοι προς την ανατολή. Όταν ξεκινούσαν κάποια εργασία ή όταν την τελείωναν, το πρωί μόλις σηκωνόταν και το βράδυ πριν κοιμηθούν, όταν κάθονταν στο τραπέζι για φαγητό κλπ. Στην αυλή της Εκκλησίας, που ήταν και η μεγαλύτερη πλατεία του χωριού, γινόταν το πανηγύρι στην μνήμη του Αγίου Παντελεήμονα. Μαζευόταν πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά και μικροπωλητές από την Αδριανούπολη, το Ορτάκιοι, το Διδυμότειχο και το Σουφλί. Την παραμονή το βράδυ επειδή δεν χωρούσαν να φιλοξενηθούν όλοι αυτοί οι προσκυνητές στα σπίτια των κατοίκων, κοιμόταν μέσα στην εκκλησία η γύρο από αυτήν. Ανήμερα της γιορτής, πρωί – πρωί έστηναν στην πλατεία μεγάλα καζάνια στα οποία έβραζαν πρόβειο κρέας, από τα πρόβατα που δώριζαν στην εκκλησία οι κτηνοτρόφοι του χωριού, υπέρ υγείας των οικογενειών τους και των κοπαδιών τους. Από αυτήν την σούπα έτρωγαν όλοι οι παραβρισκόμενοι ντόπιοι και ξένοι, μετά την απόλυση της Εκκλησίας. Οι ηλικιωμένοι επισκέπτονταν τα σπίτια των εορταζόντων για να ευχηθούν και να κεραστούν, οι δε νέοι έστηναν χορό στην πλατεία με γκάιντες νταούλια και ζουρνάδες μέχρι αργά το απόγευμα.
Στην Πλατεία της εκκλησίας μαζεύονταν οι κάτοικοι τις Κυριακές και εορτές και παρακολουθούσαν το χορό που έστηναν οι νέοι. Χόρευαν τα παλικάρια και τα κορίτσια με μουσικά όργανα τα συνήθη της εποχής. Νταούλια, ζουρνάδες, γκάιντες, λαούτα κλπ. Οι οργανοπαίκτες ήταν αυτοδίδακτοι αλλά είχαν μεγάλη επιδεξιότητα στο χειρισμό των οργάνων τους. Όταν τον χορό τον έσερνε κάποια κοπέλα και ο επόμενος ήταν άνδρας, δεν τον κρατούσε από το χέρι αλλά μεσολαβούσε πάντα το μαντίλι της κοπέλας. Αυτοί που παρακολουθούσαν το χορό βλέποντας αυτό το ωραίο θέαμα, έδιναν μικρά νομίσματα στην κοπέλα τα οποία στο τέλος του χορού τα έδινε στους οργανοπαίκτες σαν αμοιβή. Είναι περιττό βέβαια να πούμε ότι ο χορός αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εκλογή συζύγου από τους νέους και γαμπρού ή νύφης από τους γονείς και τους συγγενείς.
Κοντά στην εκκλησία ήταν κτισμένο το σχολικό κτήριο διώροφο με τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας και χωριστό γραφείο. Σε αυτό το χώρο λειτουργούσε η εξατάξια μικτή Αστική Σχολή με αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη. Στην σχολή δίδασκαν 4-5 δάσκαλοι και διδασκάλισσες σε 200 και πλέον μαθητές. Η διδασκαλία γινόταν στην Ελληνική καθαρεύουσα. Τα έξοδα λειτουργίας της σχολής και οι μισθοί των δασκάλων πληρώνονταν από την κοινότητα η οποία ήταν πλούσια και κατέβαλε ζηλευτούς για την εποχή εκείνη μισθούς. Τα έσοδα της κοινότητας προήρχοντο από τα πολλά μωρεόδενδρα που είχε στην κατοχή της και πωλούσε με πλειστηριασμό τα φύλλα στους σηροτρόφους και από ιδιόκτητους δασικές εκτάσεις των οποίων επίσης με πλειστηριασμό πωλούσε την ξυλεία.
Τα αναγνωστήριο του σχολείου ήταν πάντοτε γεμάτο από τους φιλαναγνώστες και φιλομαθείς κατοίκους. Σε αυτό συζητούσαν όλα τα κοινοτικά εκπαιδευτικά και εθνικά θέματα, αλλά ακόμη και τα διεθνή γεγονότα, δεδομένου ότι έφταναν στο χωριό καθημερινά σχεδόν οι εφημερίδες « Νέος Λόγος» της Κωνσταντινούπολης, «Αμάλθεια» της Σμύρνης και «Ημέρα» της Τεργέστης. Οι εφημερίδες έφταναν μέσω Ορτάκιοι από κάποιον που ευρίσκονταν εκεί για λόγους εργασίας. Στο ίδιο αναγνωστήριο καταστρώνονταν τα σχέδια και τα προγράμματα διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων, τελετών, πανηγύρεων, εθνικών και θρησκευτικών εορτών.
Το σχολείο εφοδίαζε με αρκετές γνώσεις τους Πλαβιώτες οι οποίοι όταν βρέθηκαν πρόσφυγες στη ελεύθερη Ελλάδα χρησιμοποίησαν τα εφόδια αυτά όχι μόνο στην άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων αλλά και στον διορισμό αρκετών από αυτούς στον δημόσιο τομέα και μάλιστα σε ανώτερες θέσεις.
Κοντά στην Πλατεία ήταν και το κτήριο της Κοινότητας. Εκεί στεγαζόταν η διοίκηση του χωριού. Η Κοινότητα της Πλαβούς διοικείτο από τον Μουχτάρι, τους Αζάδες και τον Κεχαγιά. Ο τελευταίος ήταν επιφορτισμένος με την υποδοχή των εκπροσώπων της τουρκικής διοικήσεως ( διοικητικών και δικαστικών υπαλλήλων, οικονομικών επιθεωρητών, εισπρακτόρων, κλητήρων και αστυνομικών), η δε παρέμβαση του αυτή απάλλασσε τους κατοίκους από δυσάρεστες εκπλήξεις και διάφορες δυσχέρειες. Ο φόρος εισοδημάτων ήταν 10%, ο οποίος καταβαλλόταν σε είδος κάθε φορά που τελείωνε κάποια συγκομιδή. Στο χωριό ερχόταν οι Τουρκικές άμαξες με τους εισπράκτορες και συνοδεία χωροφυλάκων φόρτωναν τον φόρο με ευθύνη του Μουχτάρι.
Η εκκλησία και το σχολείο διοικούντο από μία πενταμελή επιτροπή, που μεριμνούσε για την διαχείριση της περιουσίας της Εκκλησίας και ανηκόντων σε αυτήν αγρών, δασικών και άλλων εκτάσεων, από τα έσοδα της οποίας πληρώνονταν τα έξοδα της εκκλησίας, οι μισθοί των δασκάλων και τα άλλα έξοδα λειτουργίας του σχολείου.
Η εκλογή του Μουχτάρι, των Αζάδων και του Κεχαγιά γινόταν από γενική συνέλευση των κατοίκων. Η συνέλευση γινόταν στο κτήριο του σχολείου. Στην συνέλευση αυτή εξέθεταν την δράσι τους οι απερχόμενοι Μουχτάρις, Αζάδες και Κεχαγιάς και ακολουθούσε η εκλογή των νέων.
Κατά την ίδια διαδικασία εξελέγοντο οι εφοροεπίτροποι, για την διαχείριση των υποθέσεων της Εκκλησίας και του Σχολείου.
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Οι κάτοικοι της Πλαβού ασχολούντο με την γεωργία, το εμπόριο, την κτηνοτροφία, αλλά κυρίως με την σηροτροφία, αρκετοί δε και με την βαφική. Υπήρχαν στο χωριό 20 βαφεία, εγκαταστημένα στις αυλές των σπιτιών. Οι βαφείς έβαφαν τα ρούχα των κατοίκων μάλλινα και βαμβακερά αλλά κυρίως τα υφάσματα των κατοίκων των χωριών της περιοχής. Τα προς βαφή είδη τα έβαφαν μέσα σε μεγάλα καζάνια και σε πολύ μεγάλα πιθάρια, ομαδικώς κατά χρώμα.
Η κυριότερη όμως ασχολία όλων ανεξαιρέτως των Πλαβιωτών ήταν η σηροτροφία. Το χωριό είχε απέραντες και γεμάτες μωρεόδενδρα εκτάσεις, γύρω από το χωριό. Η σηροτροφία διαρκούσε περίπου 45 ημέρες, τέλη Απριλίου μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Έδινε δε αρκετά ικανοποιητικό εισόδημα σε κάθε οικογένεια, δεδομένου δε και του σχετικώς μικρού χρόνου διαρκείας της. Δεν εμπόδιζε τους κατοίκους να συνεχίζουν, συγχρόνως και τις άλλες ασχολίες τους. Οι Πλαβιώτες έκαναν αρκετά και καλής ποιότητας κουκούλια, περιζήτητα στην αγορά. Η τιμή των κουκουλιών, τότε κυμαίνονταν από 18 – 23 γρόσια το κιλό στην αγορά του Σουφλίου όπου και πουλιόνταν τα περισσότερα. Στην Πλαβού παρήγαγαν περί τις 30 – 50 χιλιάδες κιλά κουκούλια και απέφεραν στους κατοίκους περί τις 10.000 χρυσά εικοσόφραγκα ετησίως, ποσό σεβαστό για την εποχή εκείνη. Μικρές ποσότητες κουκουλιών κατεργάζονταν και οι γυναίκες του χωριού, για την παρασκευή μετάξης, με την οποία ύφαιναν ωραία υφάσματα, για ανδρικά και γυναικεία ρούχα.
Με την γεωργία ασχολούντο περί τις 150 οικογένειες. Παρήγαγαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, σίκαλη, σησάμι, φασόλια, κουκιά, μπιζέλια κλπ. Όλες ανεξαιρέτως οι οικογένειες είχαν και το αμπέλι τους. Όλα τα αμπέλια ήταν συγκεντρωμένα σε ένα μέρος. Όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια από τα μέσα Αυγούστου και μετά, δεν επιτρεπόταν η επίσκεψη κανενός στα αμπέλια παρά μόνο την Κυριακή. Έτσι με τον τρόπο αυτό απέφευγαν την κλοπή σταφυλιών από κάποιους επιτήδειους. Συνήθως αυτοί ήταν κτηνοτρόφοι οι οποίοι περνώντας κοντά από τα αμπέλια βόσκοντας τα ζώα τους, έμπαιναν μέσα και έκοβαν σταφύλια όχι από τα δικά τους βέβαια αλλά από τους γείτονες. Η λίπανση των χωραφιών γίνονταν με την κοπριά των ζώων.
Πολλοί επίσης Πλαβιώτες ασχολούντο με το εμπόριο ξυλείας. Η Αδριανούπολη επειδή ήταν μεγάλη πόλη είχε ανάγκη από μεγάλες ποσότητες ξύλων για την θέρμανση των σπιτιών και την λειτουργία των φούρνων. Μετά τα αλώνια ξεκινούσε το κόψιμο των ξύλων. Αφού εξασφάλιζαν τις οικογενειακές τους ανάγκες σε ξύλα, γιατί στην Πλαβού τον χειμώνα έκανε πάρα πολύ κρύο και έριχνε πολύ χιόνι, μετά τις ανάγκες σε ξύλα του χωριού και τα υπόλοιπα τα φόρτωναν στα κάρα και τα πήγαιναν στην Αδριανούπολη προς πώληση. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να πιάσουν τα κρύα του χειμώνα και έδινε ένα συμπληρωματικό εισόδημα σε αυτούς που το ασκούσαν.
Με την κτηνοτροφία ασχολούνταν 30–40 οικογένειες, έκτρεφαν πρόβατα, κατσίκια και αρκετά μεγάλα ζώα, όπως αγελάδες και βουβάλια. Οι εγκαταστάσεις των κτηνοτρόφων ήταν γύρω από το χωριό. Αυτοί προμήθευαν με γάλα, τυριά, βούτυρα και κρέας τους κατοίκους που δεν είχαν δικά τους ζώα.
Αρκετοί Πλαβιώτες ασχολούντο και με το εμπόριο. Είχαν τα καταστήματα τους μέσα στο χωριό, στο Ορτάκιοι, αλλά και στην Αδριανούπολη εμπορευόμενοι συγχρόνως και τα εγχώρια προϊόντα της περιοχής. Επίσης αρκετοί Πλαβιώτες ασχολούνταν με την χειροτεχνία, ήταν φημισμένοι κτίστες και λατόμοι, μαραγκοί, υποδηματοποιοί, ράπτες, καροποιοί, σιδηρουργοί, χαλβαδοποιοί κλπ. Στην Πλαβού λειτουργούσε σησαμελαιοτριβείο, που παρήγαγε εξαιρετικό σησαμέλαιο, για τις ανάγκες των κατοίκων. Εδώ να αναφέρουμε ότι οι Πλαβιώτες δεν χρησιμοποιούσαν στα φαγητά ελαιόλαδο αλλά μόνο σησαμέλαιο. Το σησαμελαιοτριβείο κατεργάζονταν το εγχώριο σησάμι. Η τελευταία ιδιοκτήτρια του σησαμελαιοτριβείο ήταν η γιαγιά Θωμαή η οποία ήταν και η πλουσιότερη του χωριού.
Από τα ανωτέρω βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι Πλαβιώτες ευημερούσαν. Κατάφεραν να κάνουν το χωριό τους αυτάρκη σε πολλά είδη και να μην εισάγουν σχεδόν τίποτε σημαντικό παρά μόνο υφάσματα πολυτελείας για τις γυναίκες και διάφορα χρυσαφικά, όπως βέρες, δακτυλίδια, βραχιόλια κλπ. Αντίθετα έκαναν μεγάλες εξαγωγές, πολύ μεγάλες μάλιστα για τον πληθυσμό του χωριού, όπως κουκούλια, σησαμέλαιο, κρέας, γάλα, τυριά, μαλλιά, δέρματα, κρασιά και ξυλεία. Οι κάτοικοι της Πλαβούς είχαν εμπορικές συναλλαγές και με Εβραίους εμπόρους πουλώντας τους ξυλεία, δέρματα και ζώα. Εκτός όμως από αυτό οι Πλαβιώτες είχαν και το προτέρημα της οικονομίας. Δεν ήταν σπάταλοι και κανένας δεν ξόδευε όλα όσα κέρδιζε από την εργασία του. Πάντοτε παρακρατούσε ένα ποσό για περίπτωση εκτάκτου ανάγκης. Με την τακτική τους αυτή απέφευγαν την προσφυγή τους στους τοκογλύφους.
ΟΙ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Η ενδυμασία των Πλαβιωτών ανδρών και γυναικών ήταν περίπου η ίδια με των κατοίκων των άλλων χωριών της περιοχής.
Η χειμερινή ενδυμασία των ανδρών: Στο κάτω μέρος του σώματος φορούσαν το «ποτούρι», μάλλινο παντελόνι από ύφασμα εγχώριο, χρώματος λουλακί ή μαύρο. Στενό στις κνήμες που κούμπωνε με κόπιτσες. Από επάνω φορούσαν το γιλέκο που τον έλεγαν «αμπά» ίδιο χρώμα με το «ποτούρι» και κάτω από το γιλέκο το πουκάμισο που το έλεγαν «τζεμαντάνι». Αυτό κούμπωνε με κουμπιά. Στη μέση φορούσαν ζωνάρι κόκκινο μάλλινο και στο κεφάλι φέσι και αυτό επίσης κόκκινο με μαύρη φούντα. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι και από πάνω τα «κοντούρια» παπούτσια σαν μποτάκια και τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού συνήθως φτιαγμένα από τους ίδιους και τα είχαν για ποιο πρόχειρα. Εσώρουχα φορούσαν βαμβακερά και μάλλινες φανέλες πλεγμένες στο χέρι.
Η χειμερινή ενδυμασία των γυναικών: Φορούσαν μάλλινα φουστάνια, από ύφασμα σπιτικό σε χρώματα κόκκινα, καφετιά πράσινα με πολλές πτυχές, φουντωτά και μακριά ως τον αστράγαλο. Το φουστάνι ήταν μονοκόμματο και κούμπωνε στο στήθος με κουμπιά. Στην μέση κρέμονταν χρωματιστή ποδιά κεντημένη στο χέρι. Τα εσώρουχα ήταν βαμβακερά, η πουκαμίσα και το σαλβάρι. Τα μαλλιά ήταν κτενισμένα με χωρίστρα στην μέση και με πλεξούδες ριγμένες στην πλάτη, ήταν σκεπασμένα με μαντίλα, «γιασμάκι», η οποία ήταν κατασκευασμένη από λεπτό ύφασμα και κεντημένη στο χέρι με ωραία σχέδια. Στην πλάτη, επάνω από το φουστάνι, φορούσαν την ζακέτα «σαλταμάρκα» κοντή ως την μέση, με μανίκια στενά. Μερικές γυναίκες φορούσαν μια ποιο μακριά ζακέτα την «πόλκα» που έφτανε μέχρι τους γλουτούς. Οι ηλικιωμένες γυναίκες φορούσαν ποιο σκούρα ρούχα, ενώ οι χήρες φορούσαν μόνο μαύρα σε όλη τους την ζωή. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες μάλλινες λεπτές και μποτίνια ή «συρτά» (παντόφλες με ανοικτή φτέρνα).
Η καλοκαιρινή ενδυμασία των ανδρών: Το καλοκαίρι φορούσαν για παντελόνι το ποτούρι αλλά κατασκευασμένο από βαμβακερό ύφασμα βαμμένο με λουλάκι. Στον κορμό φορούσαν το «καβάδι», από βαμβακερό ύφασμα που ήταν ίδιο με το τζεμαντάνι με κοκάλινα κουμπιά. Τα ρούχα τα έβαφαν οι εγχώριοι βαφείς, και τα έραβαν οι ντόπιοι ράφτες. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν τα περισσότερα εγχωρίου παραγωγής και τα ύφαιναν οι γυναίκες κατά την διάρκεια του χειμώνα που δεν είχαν άλλες δουλειές. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες βαμβακερές και ελαφρά παπούτσια τα «γεμενιά» όπως συνήθως τα ονόμαζαν.
Η καλοκαιρινή ενδυμασία των γυναικών: Οι γυναίκες φορούσαν ελαφρά φουστάνια φτιαγμένα από βαμβακερό ύφασμα με ζωηρά χρώματα. Η ποδιά ήταν λαφριά κεντητή με φραμπαλάδες και το γιασμάκι κόκκινο ή γαλάζιο.
Η γιορτινή ενδυμασία των γυναικών ήταν πολύ γραφική και αεράτη. Στο στήθος κρέμονταν μια σειρά από χρυσά φλουριά, στα αυτιά χρυσά σκουλαρίκια και στα χέρια χρυσά δακτυλίδια και βραχιόλια. Κατά την διάρκεια των εργασιών για να μη λερώνονται, οι γυναίκες φορούσαν επάνω από το φουστάνι, μια πολύ φαρδιά φράκα το «ντμι», χρώματος καφέ ή βαθύ μπλε.
Συντάχθηκε απο τον/την Mavinidis A.
http://www.blogger.com/goog_975056868
Πολλοί λαοί, βάρβαροι πέρασαν και κατέκτησαν κατά καιρούς τη Θράκη. Κατέβαλαν επίμονες προσπάθειες να αλλοιώσουν τον εθνολογικό της χαρακτήρα. Ούτε η διάρκειας 500 ετών Τουρκοκρατία, ούτε οι Σλαβικές επιδρομές, ούτε τελευταία, οι σκληρότητες των κομιτατζήδων στάθηκαν ικανές να λυγίσουν την Ελληνική θρακική ψυχή. Αδιάψευστα στοιχεία της αλήθειας αυτής μας παρέχουν τα διασωθέντα Ελληνικά χωριά της Βορειοδυτικής Θράκης. Χωριά Ελληνικά με Ελληνικό πληθυσμό που διατήρησε την Εθνική του συνείδηση και τα Ελληνικά ήθη και έθιμα αγνά. Τα χωριά αυτά βρίσκονται σήμερα υπό Βουλγαρική κατοχή. Ο πληθυσμός τους κατέφυγε και εγκαταστάθηκε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, στα σπίτια όμως των χωριών αυτών κατοικούν σήμερα Βούλγαροι.
Επί Τουρκοκρατίας τα χωριά αυτά υπάγονταν διοικητικώς στην Υποδιοίκηση (καζάς) Ορτάκιοι, του Νομού (βιλαετίου) Αδριανουπόλεως και θρησκευτικώς στη Μητρόπολη Λιτίτσης, εκτός από την Μανδρίτσα που υπαγόταν θρησκευτικώς στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Τα άλλα Ελληνικά χωριά της περιοχής που προσαρτίστηκαν στην Βουλγαρία το 1913 μαζί με την Πλαβού ήταν, το Ορτάκιοι, πόλις πρωτεύουσα της Υποδιοικήσεως και έδρα του Μητοπολίτη Λιτίτσης, η Λίτιτσα, η Μανδρίτσα, το Ακ-Αλάν, η Παληοκράβα, το Καράτεπες, η Λιμπαβού, το Τσεκερδεκλή, το Κετενλή και το Αηδονοχώρι ή (Γκαϊδουχώρι.
Η Πλαβού όπως είπαμε ήταν και είναι χωριό της Βορειοδυτικής Θράκης. Βρίσκεται σήμερα εντός της Βουλγαροκρατούμενης Θρακικής περιοχής και απέχει από την Αδριανούπολη έξι ώρες με τα πόδια, από το Ορτάκιοϊ, δυόμιση ώρες με τα πόδια και από το Σουφλί τεσσεράμισι ώρες με τα πόδια. Ήταν ένα από τα τελευταία Ελληνικά χωριά προς την μεριά της Βουλγαρίας.
Το όνομα Πλαβού έλεγε ο παππούς μου
ότι το πήρε επειδή το μισό χωριό ήταν στο πλάι του λόφου. Είχε πολύ καλό κλίμα, με βαρύ χειμώνα και υψόμετρο 340 μέτρα.
Το πότε ιδρύθηκε το χωριό δεν είναι γνωστό, δίπλα όμως στην εκκλησία υπάρχει μικρό εκκλησάκι το οποίο χρονολογείται από τον 17ο – 18ο αιώνα. Από διηγήσεις των παλαιοτέρων γνωρίζουμε ότι η καταγωγή των περισσοτέρων κατοίκων ήταν από την περιοχή της Ηπείρου και συγκεκριμένα από τα χωριά του Σουλίου. Όταν ο Τουρκικός στρατός επέστρεψε από την Ήπειρο, όπου είχε πάει να πολεμήσει τον Αλή Πασά, πήρε μαζί του και πολλούς κατοίκους από τα κατεστραμμένα χωριά του Σουλίου και τους εγκατέστησε σε αυτήν την περιοχή της Θράκης.
Από τις αφηγήσεις των παππούδων, ο στρατός αυτός πέρασε μέσα από την Πλαβού και από ότι φαίνεται εγκατέστησε αρκετές οικογένειες στο ήδη υπάρχον μικρό χωριό περίπου το 1800. Ο παππούς μου έλεγε ότι από την Ήπειρο είχε έρθει ο προπάππους του. Πράγμα που χρονολογικά συμφωνεί με αυτήν την εκδοχή. Οι πρόγονοί μας γνώριζαν την περιοχή πριν από την οριστική εγκατάστασή τους στην Πλαβού, διότι περνούσαν από εκεί οι κτίστες που πήγαιναν για δουλειές στην Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη. Στην περιοχή ήταν ήδη εγκατεστημένοι σε διάφορα χωριά Έλληνες Ηπειρώτες Αλβανόφωνοι και Ελληνόφωνοι από την περιοχή της Κορυτσάς.
Από την εγκατάστασή τους και μέχρι το 1908 οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής είχαν αρκετά προνόμια, όπως θρησκευτική ελευθερία, χαμηλή φορολογία, αυτοδιοίκηση, ίδρυση σχολείων, οπλοφορία κλπ.
Μετά όμως την επικράτηση των Νεότουρκων, περιορίστηκαν κατά πολύ αυτά τα προνόμια. Επέβαλαν γενικό αφοπλισμό και έλεγχο στα σχολεία και τις Εκκλησίες. Εκτός αυτού, κατετάγησαν υποχρεωτικά στον Τουρκικό στρατό και οι πρώτοι μη Μωαμεθανοί υπήκοοι, μέσα στους οποίους ήταν και αρκετοί νέοι από την Πλαβού.
Τα χωριό δεν είχε πολλά νερά και έτσι δεν είχε και νερόμυλους. Άλεθαν τα σιτηρά τους στα γύρο χωριά όπου είχαν μύλους, μεταφέροντάς τα με βοϊδάμαξες και πληρώνοντας τον μυλωνά σε είδος από τα αλεσμένα. Νερό έπιναν από μια πηγή-βρύση που είχε πολύ και ωραίο νερό που την έλεγαν Μπαρούχα. Στο χωριό υπήρχαν δύο πηγάδια το νερό των οποίων όμως το χρησιμοποιούσαν μόνο για πλύσιμο οι γυναίκες. Το ποιο κοντινό ρέμα που είχε νερό όλο το χρόνο ήταν 20 λεπτά μακριά από το χωριό και σε αυτό πότιζαν τα ζώα τους οι κτηνοτρόφοι.
Πρώτη φορά που γίνεται ιστορική μνεία για την Πλαβού είναι το 1878 κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο όταν η περιοχή έγινε κέντρο πολεμικών επιχειρήσεων. Την Κυριακή 21 Μαΐου του 1878 τρείς χιλιάδες Πομάκοι Μουσουλμάνοι από τους επαναστάτες της Ροδόπης, επιτέθηκαν στην Πλαβού επειδή την προηγουμένη έφτασε και οχυρώθηκε στην Εκκλησία και στο καμπαναριό ο Βούλγαρος Εθνικιστής επαναστάτης και ληστής Πέτκο βοεβόδα με τους άνδρες του και λίγους κοζάκους από τον Ρωσικό στρατό. Η μάχη κράτησε εννέα ώρες, σκοτώθηκαν διακόσιοι περίπου Μωαμεθανοί αλλά και κατεσφάγησαν αρκετοί κάτοικοι του χωριού άνδρες και γυναίκες οι οποίοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους και δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν. Λεηλατήθηκαν και κάηκαν πολλά σπίτια και αποθήκες. Κατάφεραν όμως κατά την διάρκεια της νύκτας να διαφύγουν και να σωθούν πηγαίνοντας στο Ορτάκιοι και σε άλλα κοντινότερα χωριά. Η βοήθεια που έστειλαν οι Ρώσοι από το Ορτάκιοι έφτασε αφού είχαν αποχωρίσει οι επαναστάτες. Ο Πέτκο Βοεβόδα τραυματίστηκε στο πρόσωπο και νοσηλεύτηκε στην Αδριανούπολη από Ρώσους γιατρούς. Οι Επαναστάτες Πομάκοι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης εξεγέρθηκαν διαμαρτυρόμενοι κατά της Ρωσοβουλγαρικής ηγεμονίας μη μπορώντας να αντέξουν τις άπειρες φρικαλεότητες και ωμότητες των Βουλγάρων κατ’ αυτών.
Ο πρόξενος της Ελλάδας στην Αδριανούπολη Ν. Γεννάδης με έγγραφο που έστειλε στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 24 Μαΐου του 1878 έγραφε:
« Την παρελθούσαν Κυριακήν 21 ισταμένου μηνός πολυάριθμοι Μουσουλμάνοι εκ των λεγομένων επαναστατών της Ροδόπης εισβάλοντες εις το αποκλειστικώς υφ’ Ελλήνων οικούμενον χωρίον Πλαβού έξ ώρας απέχον ΝΔ της Αδριανουπόλεως κειμένης και τρείς ώρας από αυτής απεχούσης ελληνικής κωμοπόλεως Ορτάκιοι , ουκ ολίγους των κατοίκων άνδρας και γυναίκας εφόνευσαν, λεηλατήσαντες δ’αυτό έθεσαν κατόπιν πυρ εις διάφορα μέρη και είτα απήλθαν. Οι κάτοικοι του χωρίου όσοι ηδυνήθησαν να διαφύγωσι της μάχαιρας των κακούργων κατέφυγον εις Ορτάκιοι και άλλα πλησιόχωρα μέρη εν οικτρά καταστάσει. Ο διοικητής του εν Ορτάκιοι ρωσικού στρατιωτικού αποσπάσματος, καίτοι ειδοποιηθείς περί του γεγονότος τούτου την πρωίαν της Κυριακής μόλις την εσπέραν της αυτής ημέρας εξέπεμψεν δύο λόχους πεζικού προς καταδίωξιν των κακούργων οίτινες είχον απέλθει του χωρίου πολύ προ της εκείσε αφίξεως της στρατιωτικής ταύτης δυνάμεως».
Εξαιτίας αυτού του δυσάρεστου γεγονότος μόλις ηρέμισαν τα πράγματα, από το οικόπεδο του παπά Γκιαούρη το οποίο ήταν κοντά στη πλατεία, έσκαψαν σήραγγα 200 μέτρων μέχρι κάτω στα μνήματα. Εκεί μέσα κρυβόταν οι γυναίκες και τα κορίτσια του χωριού σε περίπτωση κίνδυνου. Επίσης χρησίμευε και για έξοδο διαφυγής. Το σύνθημα για τον κίνδυνο που πλησίαζε το έδινε το γρήγορο κτύπημα της καμπάνας. Επίσης οργάνωσαν ένοπλο τμήμα από νέους άνδρες το οποίο φύλαγε το χωριό από τους κομιτατζήδες και διάφορους άλλους ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή της Θράκης. Κάποιος χωριανός έβγαλα και τραγούδι το οποίο εξιστορούσε τα γεγονότα και ξεκινούσε με τον εξής στίχο:
« Στις 21 του μηνός του Αι Κωνσταντή πάτησαν την Πλαβού και σφάξαν τα παλικάρια».
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ-Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ-Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Η Πλαβού το 1912 είχε 250 λιθόκτιστα σπίτια τα περισσότερα διώροφα. Οι οικογένειες ήταν συνήθως μεγάλες γιατί ζούσαν στο ίδιο σπίτι δύο και τρείς γενεές μαζί. Η κατασκευή αυτή των σπιτιών εξυπηρετούσε και την παραγωγή των κουκουλιών. Στον επάνω όροφο ήταν η κύρια κατοικία και στο ισόγειο ο στάβλος για τα μεγάλα ζώα (άλογα, βόδια κλπ). Σε αυτά ζούσαν 350 οικογένειες με 1800 κατοίκους περίπου, όλοι Έλληνες χριστιανοί με Εθνική συνείδηση και Ελληνικά ήθη και έθιμα. Κάθε σπίτι είχε την αυλή του τα περισσότερα δε και μικρούς μπαξέδες στους οποίους καλλιεργούσαν κουκιά, κρεμμύδια, σπανάκια, κολοκύθια κλπ. καθώς και οπωροφόρα δέντρα όπως μηλιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές, βερικοκιές και πάρα πολλές μουριές. Στην αυλή κάθε σπιτιού απαραίτητος ήταν ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού της οικογένειας και το κοτέτσι με κότες, πάπιες και χήνες. Η θέρμανση των σπιτιών γινόταν με τζάκια και μαγκάλια. Τα κρεβάτια ήταν ξύλινα τα στρώματα γεμισμένα με μαλλί και τα σκεπάσματα βαμβακερά το καλοκαίρι και μάλλινα τον χειμώνα που τα ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό. Στο πάτωμα έστρωναν ψάθες και κουρελούδες που τις ύφαιναν και αυτές οι γυναίκες στον αργαλειό. Οι ποιό πλούσιοι έστρωναν και χαλιά αγορασμένα. Το εικονοστάσι ήταν στην ανατολική γωνία του καθιστικού δωματίου, στο κέντρο ο σοφράς και στην γωνία η στάμνα με το νερό και τον μαστραπά απαραίτητα.
Το χωριό είχε μια Εκκλησία, τον Άγιο Παντελεήμονα που κτίστηκε το 1843. Βρισκόταν στο μέσον του χωριού, γιόρταζε στις 27 Ιουλίου και περιβαλλόταν από τοίχο 3 μέτρων περίπου. Τις Κυριακές και γιορτές εκκλησιάζονταν οι Πλαβιώτες οικογενειακώς εκτελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με την πρέπουσα ευλάβεια. Έκαναν πολλές φορές τον σταυρό τους κατά την διάρκεια της ημέρας στρεφόμενοι προς την ανατολή. Όταν ξεκινούσαν κάποια εργασία ή όταν την τελείωναν, το πρωί μόλις σηκωνόταν και το βράδυ πριν κοιμηθούν, όταν κάθονταν στο τραπέζι για φαγητό κλπ. Στην αυλή της Εκκλησίας, που ήταν και η μεγαλύτερη πλατεία του χωριού, γινόταν το πανηγύρι στην μνήμη του Αγίου Παντελεήμονα. Μαζευόταν πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά και μικροπωλητές από την Αδριανούπολη, το Ορτάκιοι, το Διδυμότειχο και το Σουφλί. Την παραμονή το βράδυ επειδή δεν χωρούσαν να φιλοξενηθούν όλοι αυτοί οι προσκυνητές στα σπίτια των κατοίκων, κοιμόταν μέσα στην εκκλησία η γύρο από αυτήν. Ανήμερα της γιορτής, πρωί – πρωί έστηναν στην πλατεία μεγάλα καζάνια στα οποία έβραζαν πρόβειο κρέας, από τα πρόβατα που δώριζαν στην εκκλησία οι κτηνοτρόφοι του χωριού, υπέρ υγείας των οικογενειών τους και των κοπαδιών τους. Από αυτήν την σούπα έτρωγαν όλοι οι παραβρισκόμενοι ντόπιοι και ξένοι, μετά την απόλυση της Εκκλησίας. Οι ηλικιωμένοι επισκέπτονταν τα σπίτια των εορταζόντων για να ευχηθούν και να κεραστούν, οι δε νέοι έστηναν χορό στην πλατεία με γκάιντες νταούλια και ζουρνάδες μέχρι αργά το απόγευμα.
Στην Πλατεία της εκκλησίας μαζεύονταν οι κάτοικοι τις Κυριακές και εορτές και παρακολουθούσαν το χορό που έστηναν οι νέοι. Χόρευαν τα παλικάρια και τα κορίτσια με μουσικά όργανα τα συνήθη της εποχής. Νταούλια, ζουρνάδες, γκάιντες, λαούτα κλπ. Οι οργανοπαίκτες ήταν αυτοδίδακτοι αλλά είχαν μεγάλη επιδεξιότητα στο χειρισμό των οργάνων τους. Όταν τον χορό τον έσερνε κάποια κοπέλα και ο επόμενος ήταν άνδρας, δεν τον κρατούσε από το χέρι αλλά μεσολαβούσε πάντα το μαντίλι της κοπέλας. Αυτοί που παρακολουθούσαν το χορό βλέποντας αυτό το ωραίο θέαμα, έδιναν μικρά νομίσματα στην κοπέλα τα οποία στο τέλος του χορού τα έδινε στους οργανοπαίκτες σαν αμοιβή. Είναι περιττό βέβαια να πούμε ότι ο χορός αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εκλογή συζύγου από τους νέους και γαμπρού ή νύφης από τους γονείς και τους συγγενείς.
Κοντά στην εκκλησία ήταν κτισμένο το σχολικό κτήριο διώροφο με τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας και χωριστό γραφείο. Σε αυτό το χώρο λειτουργούσε η εξατάξια μικτή Αστική Σχολή με αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη. Στην σχολή δίδασκαν 4-5 δάσκαλοι και διδασκάλισσες σε 200 και πλέον μαθητές. Η διδασκαλία γινόταν στην Ελληνική καθαρεύουσα. Τα έξοδα λειτουργίας της σχολής και οι μισθοί των δασκάλων πληρώνονταν από την κοινότητα η οποία ήταν πλούσια και κατέβαλε ζηλευτούς για την εποχή εκείνη μισθούς. Τα έσοδα της κοινότητας προήρχοντο από τα πολλά μωρεόδενδρα που είχε στην κατοχή της και πωλούσε με πλειστηριασμό τα φύλλα στους σηροτρόφους και από ιδιόκτητους δασικές εκτάσεις των οποίων επίσης με πλειστηριασμό πωλούσε την ξυλεία.
Τα αναγνωστήριο του σχολείου ήταν πάντοτε γεμάτο από τους φιλαναγνώστες και φιλομαθείς κατοίκους. Σε αυτό συζητούσαν όλα τα κοινοτικά εκπαιδευτικά και εθνικά θέματα, αλλά ακόμη και τα διεθνή γεγονότα, δεδομένου ότι έφταναν στο χωριό καθημερινά σχεδόν οι εφημερίδες « Νέος Λόγος» της Κωνσταντινούπολης, «Αμάλθεια» της Σμύρνης και «Ημέρα» της Τεργέστης. Οι εφημερίδες έφταναν μέσω Ορτάκιοι από κάποιον που ευρίσκονταν εκεί για λόγους εργασίας. Στο ίδιο αναγνωστήριο καταστρώνονταν τα σχέδια και τα προγράμματα διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων, τελετών, πανηγύρεων, εθνικών και θρησκευτικών εορτών.
Το σχολείο εφοδίαζε με αρκετές γνώσεις τους Πλαβιώτες οι οποίοι όταν βρέθηκαν πρόσφυγες στη ελεύθερη Ελλάδα χρησιμοποίησαν τα εφόδια αυτά όχι μόνο στην άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων αλλά και στον διορισμό αρκετών από αυτούς στον δημόσιο τομέα και μάλιστα σε ανώτερες θέσεις.
Κοντά στην Πλατεία ήταν και το κτήριο της Κοινότητας. Εκεί στεγαζόταν η διοίκηση του χωριού. Η Κοινότητα της Πλαβούς διοικείτο από τον Μουχτάρι, τους Αζάδες και τον Κεχαγιά. Ο τελευταίος ήταν επιφορτισμένος με την υποδοχή των εκπροσώπων της τουρκικής διοικήσεως ( διοικητικών και δικαστικών υπαλλήλων, οικονομικών επιθεωρητών, εισπρακτόρων, κλητήρων και αστυνομικών), η δε παρέμβαση του αυτή απάλλασσε τους κατοίκους από δυσάρεστες εκπλήξεις και διάφορες δυσχέρειες. Ο φόρος εισοδημάτων ήταν 10%, ο οποίος καταβαλλόταν σε είδος κάθε φορά που τελείωνε κάποια συγκομιδή. Στο χωριό ερχόταν οι Τουρκικές άμαξες με τους εισπράκτορες και συνοδεία χωροφυλάκων φόρτωναν τον φόρο με ευθύνη του Μουχτάρι.
Η εκκλησία και το σχολείο διοικούντο από μία πενταμελή επιτροπή, που μεριμνούσε για την διαχείριση της περιουσίας της Εκκλησίας και ανηκόντων σε αυτήν αγρών, δασικών και άλλων εκτάσεων, από τα έσοδα της οποίας πληρώνονταν τα έξοδα της εκκλησίας, οι μισθοί των δασκάλων και τα άλλα έξοδα λειτουργίας του σχολείου.
Η εκλογή του Μουχτάρι, των Αζάδων και του Κεχαγιά γινόταν από γενική συνέλευση των κατοίκων. Η συνέλευση γινόταν στο κτήριο του σχολείου. Στην συνέλευση αυτή εξέθεταν την δράσι τους οι απερχόμενοι Μουχτάρις, Αζάδες και Κεχαγιάς και ακολουθούσε η εκλογή των νέων.
Κατά την ίδια διαδικασία εξελέγοντο οι εφοροεπίτροποι, για την διαχείριση των υποθέσεων της Εκκλησίας και του Σχολείου.
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Οι κάτοικοι της Πλαβού ασχολούντο με την γεωργία, το εμπόριο, την κτηνοτροφία, αλλά κυρίως με την σηροτροφία, αρκετοί δε και με την βαφική. Υπήρχαν στο χωριό 20 βαφεία, εγκαταστημένα στις αυλές των σπιτιών. Οι βαφείς έβαφαν τα ρούχα των κατοίκων μάλλινα και βαμβακερά αλλά κυρίως τα υφάσματα των κατοίκων των χωριών της περιοχής. Τα προς βαφή είδη τα έβαφαν μέσα σε μεγάλα καζάνια και σε πολύ μεγάλα πιθάρια, ομαδικώς κατά χρώμα.
Με την γεωργία ασχολούντο περί τις 150 οικογένειες. Παρήγαγαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, σίκαλη, σησάμι, φασόλια, κουκιά, μπιζέλια κλπ. Όλες ανεξαιρέτως οι οικογένειες είχαν και το αμπέλι τους. Όλα τα αμπέλια ήταν συγκεντρωμένα σε ένα μέρος. Όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια από τα μέσα Αυγούστου και μετά, δεν επιτρεπόταν η επίσκεψη κανενός στα αμπέλια παρά μόνο την Κυριακή. Έτσι με τον τρόπο αυτό απέφευγαν την κλοπή σταφυλιών από κάποιους επιτήδειους. Συνήθως αυτοί ήταν κτηνοτρόφοι οι οποίοι περνώντας κοντά από τα αμπέλια βόσκοντας τα ζώα τους, έμπαιναν μέσα και έκοβαν σταφύλια όχι από τα δικά τους βέβαια αλλά από τους γείτονες. Η λίπανση των χωραφιών γίνονταν με την κοπριά των ζώων.
Πολλοί επίσης Πλαβιώτες ασχολούντο με το εμπόριο ξυλείας. Η Αδριανούπολη επειδή ήταν μεγάλη πόλη είχε ανάγκη από μεγάλες ποσότητες ξύλων για την θέρμανση των σπιτιών και την λειτουργία των φούρνων. Μετά τα αλώνια ξεκινούσε το κόψιμο των ξύλων. Αφού εξασφάλιζαν τις οικογενειακές τους ανάγκες σε ξύλα, γιατί στην Πλαβού τον χειμώνα έκανε πάρα πολύ κρύο και έριχνε πολύ χιόνι, μετά τις ανάγκες σε ξύλα του χωριού και τα υπόλοιπα τα φόρτωναν στα κάρα και τα πήγαιναν στην Αδριανούπολη προς πώληση. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να πιάσουν τα κρύα του χειμώνα και έδινε ένα συμπληρωματικό εισόδημα σε αυτούς που το ασκούσαν.
Με την κτηνοτροφία ασχολούνταν 30–40 οικογένειες, έκτρεφαν πρόβατα, κατσίκια και αρκετά μεγάλα ζώα, όπως αγελάδες και βουβάλια. Οι εγκαταστάσεις των κτηνοτρόφων ήταν γύρω από το χωριό. Αυτοί προμήθευαν με γάλα, τυριά, βούτυρα και κρέας τους κατοίκους που δεν είχαν δικά τους ζώα.
Αρκετοί Πλαβιώτες ασχολούντο και με το εμπόριο. Είχαν τα καταστήματα τους μέσα στο χωριό, στο Ορτάκιοι, αλλά και στην Αδριανούπολη εμπορευόμενοι συγχρόνως και τα εγχώρια προϊόντα της περιοχής. Επίσης αρκετοί Πλαβιώτες ασχολούνταν με την χειροτεχνία, ήταν φημισμένοι κτίστες και λατόμοι, μαραγκοί, υποδηματοποιοί, ράπτες, καροποιοί, σιδηρουργοί, χαλβαδοποιοί κλπ. Στην Πλαβού λειτουργούσε σησαμελαιοτριβείο, που παρήγαγε εξαιρετικό σησαμέλαιο, για τις ανάγκες των κατοίκων. Εδώ να αναφέρουμε ότι οι Πλαβιώτες δεν χρησιμοποιούσαν στα φαγητά ελαιόλαδο αλλά μόνο σησαμέλαιο. Το σησαμελαιοτριβείο κατεργάζονταν το εγχώριο σησάμι. Η τελευταία ιδιοκτήτρια του σησαμελαιοτριβείο ήταν η γιαγιά Θωμαή η οποία ήταν και η πλουσιότερη του χωριού.
Από τα ανωτέρω βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι Πλαβιώτες ευημερούσαν. Κατάφεραν να κάνουν το χωριό τους αυτάρκη σε πολλά είδη και να μην εισάγουν σχεδόν τίποτε σημαντικό παρά μόνο υφάσματα πολυτελείας για τις γυναίκες και διάφορα χρυσαφικά, όπως βέρες, δακτυλίδια, βραχιόλια κλπ. Αντίθετα έκαναν μεγάλες εξαγωγές, πολύ μεγάλες μάλιστα για τον πληθυσμό του χωριού, όπως κουκούλια, σησαμέλαιο, κρέας, γάλα, τυριά, μαλλιά, δέρματα, κρασιά και ξυλεία. Οι κάτοικοι της Πλαβούς είχαν εμπορικές συναλλαγές και με Εβραίους εμπόρους πουλώντας τους ξυλεία, δέρματα και ζώα. Εκτός όμως από αυτό οι Πλαβιώτες είχαν και το προτέρημα της οικονομίας. Δεν ήταν σπάταλοι και κανένας δεν ξόδευε όλα όσα κέρδιζε από την εργασία του. Πάντοτε παρακρατούσε ένα ποσό για περίπτωση εκτάκτου ανάγκης. Με την τακτική τους αυτή απέφευγαν την προσφυγή τους στους τοκογλύφους.
ΟΙ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Η ενδυμασία των Πλαβιωτών ανδρών και γυναικών ήταν περίπου η ίδια με των κατοίκων των άλλων χωριών της περιοχής.
Η χειμερινή ενδυμασία των ανδρών: Στο κάτω μέρος του σώματος φορούσαν το «ποτούρι», μάλλινο παντελόνι από ύφασμα εγχώριο, χρώματος λουλακί ή μαύρο. Στενό στις κνήμες που κούμπωνε με κόπιτσες. Από επάνω φορούσαν το γιλέκο που τον έλεγαν «αμπά» ίδιο χρώμα με το «ποτούρι» και κάτω από το γιλέκο το πουκάμισο που το έλεγαν «τζεμαντάνι». Αυτό κούμπωνε με κουμπιά. Στη μέση φορούσαν ζωνάρι κόκκινο μάλλινο και στο κεφάλι φέσι και αυτό επίσης κόκκινο με μαύρη φούντα. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι και από πάνω τα «κοντούρια» παπούτσια σαν μποτάκια και τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού συνήθως φτιαγμένα από τους ίδιους και τα είχαν για ποιο πρόχειρα. Εσώρουχα φορούσαν βαμβακερά και μάλλινες φανέλες πλεγμένες στο χέρι.
Η χειμερινή ενδυμασία των γυναικών: Φορούσαν μάλλινα φουστάνια, από ύφασμα σπιτικό σε χρώματα κόκκινα, καφετιά πράσινα με πολλές πτυχές, φουντωτά και μακριά ως τον αστράγαλο. Το φουστάνι ήταν μονοκόμματο και κούμπωνε στο στήθος με κουμπιά. Στην μέση κρέμονταν χρωματιστή ποδιά κεντημένη στο χέρι. Τα εσώρουχα ήταν βαμβακερά, η πουκαμίσα και το σαλβάρι. Τα μαλλιά ήταν κτενισμένα με χωρίστρα στην μέση και με πλεξούδες ριγμένες στην πλάτη, ήταν σκεπασμένα με μαντίλα, «γιασμάκι», η οποία ήταν κατασκευασμένη από λεπτό ύφασμα και κεντημένη στο χέρι με ωραία σχέδια. Στην πλάτη, επάνω από το φουστάνι, φορούσαν την ζακέτα «σαλταμάρκα» κοντή ως την μέση, με μανίκια στενά. Μερικές γυναίκες φορούσαν μια ποιο μακριά ζακέτα την «πόλκα» που έφτανε μέχρι τους γλουτούς. Οι ηλικιωμένες γυναίκες φορούσαν ποιο σκούρα ρούχα, ενώ οι χήρες φορούσαν μόνο μαύρα σε όλη τους την ζωή. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες μάλλινες λεπτές και μποτίνια ή «συρτά» (παντόφλες με ανοικτή φτέρνα).
Η καλοκαιρινή ενδυμασία των ανδρών: Το καλοκαίρι φορούσαν για παντελόνι το ποτούρι αλλά κατασκευασμένο από βαμβακερό ύφασμα βαμμένο με λουλάκι. Στον κορμό φορούσαν το «καβάδι», από βαμβακερό ύφασμα που ήταν ίδιο με το τζεμαντάνι με κοκάλινα κουμπιά. Τα ρούχα τα έβαφαν οι εγχώριοι βαφείς, και τα έραβαν οι ντόπιοι ράφτες. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν τα περισσότερα εγχωρίου παραγωγής και τα ύφαιναν οι γυναίκες κατά την διάρκεια του χειμώνα που δεν είχαν άλλες δουλειές. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες βαμβακερές και ελαφρά παπούτσια τα «γεμενιά» όπως συνήθως τα ονόμαζαν.
Η καλοκαιρινή ενδυμασία των γυναικών: Οι γυναίκες φορούσαν ελαφρά φουστάνια φτιαγμένα από βαμβακερό ύφασμα με ζωηρά χρώματα. Η ποδιά ήταν λαφριά κεντητή με φραμπαλάδες και το γιασμάκι κόκκινο ή γαλάζιο.
Η γιορτινή ενδυμασία των γυναικών ήταν πολύ γραφική και αεράτη. Στο στήθος κρέμονταν μια σειρά από χρυσά φλουριά, στα αυτιά χρυσά σκουλαρίκια και στα χέρια χρυσά δακτυλίδια και βραχιόλια. Κατά την διάρκεια των εργασιών για να μη λερώνονται, οι γυναίκες φορούσαν επάνω από το φουστάνι, μια πολύ φαρδιά φράκα το «ντμι», χρώματος καφέ ή βαθύ μπλε.
Δεν ξέρω αν το έχετε υπόψη σας, αλλά υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα Βουλγαρική περιγραφή για τα γεγονότα του 1878, όταν οι Πομάκοι πολιορκούσαν την Πλαβού. στο περιοδικό „Родопски напредък” 1906.
ΑπάντησηΔιαγραφή